ἐλλείχω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(6_6)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλείχω''': ἐπιμελῶς [[λείχω]], ἐμφοροῦμαι, «ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν... οἱ δὲ ἀττικίζοντα, ὃ καὶ ποιοῦσιν οἱ πρόσγραφοι ἵνα φαίνωνται ἀστοί· ἐλλείχοντα δὲ ἐμφορούμενον ἀπὸ τῶν τὸ [[μέλι]] λειχόντων» Ἡσύχ. (Κωμ. Ἀνών, 125)· πρβλ. [[ἐμπίνω]], [[ἐμφορέω]].
|lstext='''ἐλλείχω''': ἐπιμελῶς [[λείχω]], ἐμφοροῦμαι, «ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν... οἱ δὲ ἀττικίζοντα, ὃ καὶ ποιοῦσιν οἱ πρόσγραφοι ἵνα φαίνωνται ἀστοί· ἐλλείχοντα δὲ ἐμφορούμενον ἀπὸ τῶν τὸ [[μέλι]] λειχόντων» Ἡσύχ. (Κωμ. Ἀνών, 125)· πρβλ. [[ἐμπίνω]], [[ἐμφορέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐνλ- <i>PSI Medic</i>.3.19 (I/II d.C.)<br /><b class="num">1</b> de medicamentos [[chupar]], [[dejar disolver en la lengua]], [[tomar como electuario]] σήσαμον ... ἐν μέλιτι ἐλλείχειν Hp.<i>Mul</i>.1.92, ἄλφιτα προκώνια ... βεβρεγμένα ἐν ὕδατι, ἐλλείχειν ἄναλτα Hp.<i>Mul</i>.2.110, cf. <i>PSI Medic</i>.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[rebañar]], [[lamer como una golosina]], c. gen. obj. ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν dicho de los extranjeros que imitan las costumbres de Atenas <i>Com.Adesp</i>.328.
}}
}}

Revision as of 12:01, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλείχω Medium diacritics: ἐλλείχω Low diacritics: ελλείχω Capitals: ΕΛΛΕΙΧΩ
Transliteration A: elleíchō Transliteration B: elleichō Transliteration C: elleicho Beta Code: e)llei/xw

English (LSJ)

   A lick in, take one's fill of, τινός Com.Adesp.125 Meineke.

German (Pape)

[Seite 800] hineinlecken; ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν, Hesych., wohl aus com.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλείχω: ἐπιμελῶς λείχω, ἐμφοροῦμαι, «ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν... οἱ δὲ ἀττικίζοντα, ὃ καὶ ποιοῦσιν οἱ πρόσγραφοι ἵνα φαίνωνται ἀστοί· ἐλλείχοντα δὲ ἐμφορούμενον ἀπὸ τῶν τὸ μέλι λειχόντων» Ἡσύχ. (Κωμ. Ἀνών, 125)· πρβλ. ἐμπίνω, ἐμφορέω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐνλ- PSI Medic.3.19 (I/II d.C.)
1 de medicamentos chupar, dejar disolver en la lengua, tomar como electuario σήσαμον ... ἐν μέλιτι ἐλλείχειν Hp.Mul.1.92, ἄλφιτα προκώνια ... βεβρεγμένα ἐν ὕδατι, ἐλλείχειν ἄναλτα Hp.Mul.2.110, cf. PSI Medic.l.c.
2 fig. rebañar, lamer como una golosina, c. gen. obj. ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν dicho de los extranjeros que imitan las costumbres de Atenas Com.Adesp.328.