ἀνακράζω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(SL_1) |
(big3_4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀνακράζω]] <br /> <b>1</b> [[cry]] [[out]] νικῶντί γε [[χάριν]], εἴ τι [[πέραν]] ἀερθεὶς [[ἀνέκραγον]], οὐ [[τραχύς]] εἰμι καταθέμεν (N. 7.76) | |sltr=[[ἀνακράζω]] <br /> <b>1</b> [[cry]] [[out]] νικῶντί γε [[χάριν]], εἴ τι [[πέραν]] ἀερθεὶς [[ἀνέκραγον]], οὐ [[τραχύς]] εἰμι καταθέμεν (N. 7.76) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ἀνέκραγον <i>Od</i>.14.467, Ar.<i>Eq</i>.670, tard. ἀνέκραξα LXX <i>Id</i>.7.20, <i>BGU</i> 1201.11 (II a.C.), <i>Eu.Marc</i>.1.23; fut. perf. ἀνακεκράξομαι LXX <i>Il</i>.4.16]<br /><b class="num">1</b> [[gritar]] muy frec. en aor. [[dar un grito]] ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον <i>Od</i>.l.c., οἱ δ' ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.l.c., οὔτε ἀνέκραγεν de un moribundo, Antipho 5.44, cf. Theoc.26.12, Plb.36.7.3, εἰς τὰ ὦτά μου LXX <i>Ez</i>.9.1, ὡς ἠδύνατο μέγιστον <i>Hell.Oxy</i>.15.2, μέγα καὶ ἀπειλητικὸν ἀνέκραγεν D.C.36.30.3, cf. 69.6.3, ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀπεκρίνατο λέγων Hierocl.<i>Facet</i>.46, ἀμφὶ δὲ νεκρῷ θοῦρος Ἄρης ἀνέκραγε Nonn.<i>D</i>.4.417, ἀνέκραξεν φωνῇ μεγάλῃ <i>Eu.Luc</i>.4.33, cf. <i>BGU</i> l.c., Plu.2.4e, 757c<br /><b class="num">•</b>c. doble ac. [[proclamar a gritos]] ἐπαιάνιζόν τε καὶ Ἰουστινιανὸν βασιλέα καλλίνικον, [[ἅτε]] νενικηκότες, ἀνέκραγον Procop.<i>Pers</i>.2.8.29<br /><b class="num">•</b>c. constr. complet. ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar.<i>Ec</i>.431, cf. X.<i>An</i>.5.1.14, o c. consecutiva, τηλικοῦτ' ἀνεκράγετε ... ὥστε D.21.215<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀνακραγόντων βάλλειν Plu.<i>Phoc</i>.34.<br /><b class="num">2</b> del que canta o pronuncia un discurso [[alzar, subir la voz]] εἴ τι πέραν ἀερθεὶς α ἀνέκραγον Pi.<i>N</i>.7.76<br /><b class="num">•</b>[[hablar a gritos]] πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγε Arist.<i>Ath</i>.28.3.<br /><b class="num">3</b> de animales [[chillar]] ψᾶρες Stesich.88.2.21<i>S</i>.<br /><b class="num">•</b>[[ulular]] de la lechuza ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.<i>Fr</i>.620<br /><b class="num">•</b>[[croar]] de las ranas κοὰξ κοὰξ ἀνακράζων <i>Babr</i>.191.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
fut. -κράξομαι or fut. pf.
A -κεκράξομαι LXX Jl.3(4).16: aor. ἀνέκρᾰγον; late ἀνέκραξα ib.Jd.7.20, BGU1201.11, Ev.Marc.1.23, al.:—cry out, lift up the voice, shout, ἐπεὶ . . ἀνέκραγον Od.14.467; εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον if I raised my voice too high, Pi.N.7.76; ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.Eq.670, cf. V.1311, etc.; οὐκ ἀνέκραγεν, of a dying man, Antipho 5.44; πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγεν Arist.Ath.28.3: foll. by a relat., ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar. Ec.431, cf. X.An.5.1.14; τηλικαῦτ' ἀνεκράγετε, ὡς . . D.21.215: c. inf., ἀνακραγόντων βάλλειν . . Plu.Phoc.34. 2 rarely of animals, ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.534.11.
German (Pape)
[Seite 193] (s. κράζω), aufschreien, meist im aor. II. ἀνέκραγον, Xen. An. 6, 4, 22; Theocr. 16, 12; Hom. Od. 14, 467, eine lange Rede anfangen; so τί, Pind. N. 7, 76; vgl. Antiph. 5, 44, u. oft bei Sp., auch für: gerade heraussagen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακράζω: μέλλ. -κράξομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἀνέκρᾰγον· οὗτος εἶναι ὁ εὐχρηστότατος χρόνος· μεταγεν. ἀνέκραξα Ἑβδ. (ἴδε κράζω): κράζω ἰσχυρῶς, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐπεὶ... ἀνέκραγον Ὀδ. Ξ. 467· εἴ τι πέραν... ἀνέκραγον, ἂν ὕψωσα τὴν φωνήν μου περισσότερον τοῦ δέοντος, Πινδ. Ν. 7. 112· ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 670, πρβλ. Σφ. 1311, κτλ.· οὐκ ἀνέκραγεν, ἐπὶ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Ἀντιφῶν 134. 29· - ἑπομένης ἀναφ. ἢ εἰδ. προτάσεως, ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 431, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1, 14· τηλικαῦτ’ ἀνεκράγετε, ὡς..., Δημ. 583. 17· μετ’ ἀπαρ. ἀνακραγόντων βάλλειν... Πλουτ. Φωκ. 34. 2) σπαν. ἐπὶ ζῴων, ἂν γλαῦξ ἀνακράγῃ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 5. 11.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνέκραξα, ao.2 ἀνέκραγον;
1 crier à haute voix, pousser un cri ou des cris ; ἀν. πολεμικόν XÉN pousser un cri de guerre;
2 se récrier;
3 déclarer.
Étymologie: ἀνά, κράζω.
English (Autenrieth)
aor. ἀνέκραγον: screech out (said purposely with exaggeration), Od. 14.467†.
English (Slater)
ἀνακράζω
1 cry out νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀνέκραγον Od.14.467, Ar.Eq.670, tard. ἀνέκραξα LXX Id.7.20, BGU 1201.11 (II a.C.), Eu.Marc.1.23; fut. perf. ἀνακεκράξομαι LXX Il.4.16]
1 gritar muy frec. en aor. dar un grito ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον Od.l.c., οἱ δ' ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.l.c., οὔτε ἀνέκραγεν de un moribundo, Antipho 5.44, cf. Theoc.26.12, Plb.36.7.3, εἰς τὰ ὦτά μου LXX Ez.9.1, ὡς ἠδύνατο μέγιστον Hell.Oxy.15.2, μέγα καὶ ἀπειλητικὸν ἀνέκραγεν D.C.36.30.3, cf. 69.6.3, ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀπεκρίνατο λέγων Hierocl.Facet.46, ἀμφὶ δὲ νεκρῷ θοῦρος Ἄρης ἀνέκραγε Nonn.D.4.417, ἀνέκραξεν φωνῇ μεγάλῃ Eu.Luc.4.33, cf. BGU l.c., Plu.2.4e, 757c
•c. doble ac. proclamar a gritos ἐπαιάνιζόν τε καὶ Ἰουστινιανὸν βασιλέα καλλίνικον, ἅτε νενικηκότες, ἀνέκραγον Procop.Pers.2.8.29
•c. constr. complet. ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar.Ec.431, cf. X.An.5.1.14, o c. consecutiva, τηλικοῦτ' ἀνεκράγετε ... ὥστε D.21.215
•c. inf. ἀνακραγόντων βάλλειν Plu.Phoc.34.
2 del que canta o pronuncia un discurso alzar, subir la voz εἴ τι πέραν ἀερθεὶς α ἀνέκραγον Pi.N.7.76
•hablar a gritos πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγε Arist.Ath.28.3.
3 de animales chillar ψᾶρες Stesich.88.2.21S.
•ulular de la lechuza ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.Fr.620
•croar de las ranas κοὰξ κοὰξ ἀνακράζων Babr.191.8.