δυσκληρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(6_9)
 
(big3_12)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκληρία''': ἡ, [[κακοτυχία]], [[δυστυχία]], Βασίλ. 3, 316, Γρ. Νύσσ. 3, 1081 (Migne).
|lstext='''δυσκληρία''': ἡ, [[κακοτυχία]], [[δυστυχία]], Βασίλ. 3, 316, Γρ. Νύσσ. 3, 1081 (Migne).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[infortunio]], [[desgracia]] τοῦ βίου δυσκληρίαι Basil.M.31.316B, δ. ψυχῆς Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.617., ἐχέτω παραψυχὴν τῆς ἑαυτῆς δυσκληρίας Iust.<i>Nou</i>.22.22, cf. Chrys.M.54.644, Thdt.<i>Affect</i>.6.2, <i>Ep.Sirm</i>.14.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

δυσκληρία: ἡ, κακοτυχία, δυστυχία, Βασίλ. 3, 316, Γρ. Νύσσ. 3, 1081 (Migne).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
infortunio, desgracia τοῦ βίου δυσκληρίαι Basil.M.31.316B, δ. ψυχῆς Gr.Nyss.Eun.2.617., ἐχέτω παραψυχὴν τῆς ἑαυτῆς δυσκληρίας Iust.Nou.22.22, cf. Chrys.M.54.644, Thdt.Affect.6.2, Ep.Sirm.14.