διοχλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(Bailly1_2)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />troubler, causer du trouble à, τινα <i>ou</i> τινι.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀχλέω]].
|btext=-ῶ :<br />troubler, causer du trouble à, τινα <i>ou</i> τινι.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀχλέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[estorbar]], [[causar molestias]] c. ac. en sent. local (ὁ [[Ἀνδοκίδης]]) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.<i>Paup</i>.106.8<br /><b class="num">•</b>gener. [[molestar]], [[turbar]], [[importunar]] τὴν ἀκρόασιν D.H.<i>Comp</i>.9.7, cf. Basil.<i>Ep</i>.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.<i>Cim</i>.11<br /><b class="num">•</b>tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.<i>Fr</i>.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.<i>Cim</i>.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.<i>AI</i> 9.34, <i>A.Andr.Gr</i>.42.16, <i>PUniv.Giss</i>.20.24 (II d.C.), Lib.<i>Or</i>.59.89, Them.<i>Or</i>.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.<i>Ep</i>.249.14, Euagr.Pont.<i>Cap.Pract</i>.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.<i>Comp</i>.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.<i>Am</i>.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.<i>Ep</i>.103.3, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1121.22 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ [[αὐλή]]) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3<br /><b class="num">•</b>rel. c. la palabra [[aburrir]], [[fatigar]] c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis</i> D.19.329, οὐδὲν [[δεῖ]] λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.<i>Or</i>.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.<i>Or</i>.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.<i>Or</i>.11.124<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. [[perturbar]] ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων <i>PFam.Teb</i>.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν [[εἴτε]] μερῶν [[εἴτε]] δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.<i>in de An</i>.37.28, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.86.<br /><b class="num">2</b> medic. [[molestar]], [[causar dolor]], [[atormentar]] c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.<i>Demetr</i>.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.<i>Hom</i>.5.7.6, cf. <i>A.Io</i>.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.<br /><b class="num">3</b> [[reclamar]] un pago, [[instar]] c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente</i>, <i>POxy</i>.286.13 (I d.C.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[reclamar]], [[exigir]] c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοχλέω Medium diacritics: διοχλέω Low diacritics: διοχλέω Capitals: ΔΙΟΧΛΕΩ
Transliteration A: diochléō Transliteration B: diochleō Transliteration C: diochleo Beta Code: dioxle/w

English (LSJ)

   A annoy exceedingly, πόλεις Lys.6.6; weary, bore, D.19.329: pf. διώχληκα Jul.Or.2.78b; press for payment, POxy.286.13 (i A. D.); later, τινί Aeschin.Ep.2.2, Plu.Cim.18, Longus 3.20: abs., Ph.1.356:—Pass., Luc.Am.50, IG3.48 (iii A. D.); ὑπὸ ῥυθμῶν D.H. Comp.11.

Greek (Liddell-Scott)

διοχλέω: ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
troubler, causer du trouble à, τινα ou τινι.
Étymologie: διά, ὀχλέω.

Spanish (DGE)

1 estorbar, causar molestias c. ac. en sent. local (ὁ Ἀνδοκίδης) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.Paup.106.8
gener. molestar, turbar, importunar τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.9.7, cf. Basil.Ep.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.Cim.11
tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.Fr.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.Cim.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.AI 9.34, A.Andr.Gr.42.16, PUniv.Giss.20.24 (II d.C.), Lib.Or.59.89, Them.Or.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.Ep.249.14, Euagr.Pont.Cap.Pract.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.Comp.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.Am.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.Ep.103.3, cf. IG 22.1121.22 (IV d.C.)
c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ αὐλή) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3
rel. c. la palabra aburrir, fatigar c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis D.19.329, οὐδὲν δεῖ λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.Or.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.Or.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.Or.11.124
fig. de abstr. perturbar ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.Or.Catech.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων PFam.Teb.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν εἴτε μερῶν εἴτε δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.in de An.37.28, cf. Gr.Nyss.Eun.2.86.
2 medic. molestar, causar dolor, atormentar c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.Demetr.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.Hom.5.7.6, cf. A.Io.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443
fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.
3 reclamar un pago, instar c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente, POxy.286.13 (I d.C.)
gener. reclamar, exigir c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.