ἀνεύθυντος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεύθυντος''': -ον, ὁ μὴ [[εὐθυντός]], ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8. | |lstext='''ἀνεύθυντος''': -ον, ὁ μὴ [[εὐθυντός]], ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede ser enderezado]], [[rígido]]de cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.<i>Mete</i>.386<sup>a</sup>8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A which cannot be straightened, Arist.Mete.386a8.
German (Pape)
[Seite 227] nicht gerade gemacht, ungerade, Arist. meteor. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθυντος: -ον, ὁ μὴ εὐθυντός, ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser enderezado, rígidode cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.Mete.386a8.