ἀλλοδοξέω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(6_2)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλοδοξέω''': [[νομίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι [[εἶναι]] ἕτερον, [[ἐσφαλμένως]] [[ἐκλαμβάνω]] τι ἀντὶ ἄλλου, Πλάτ. Θεαίτ. 189D, 190D: καὶ ἀλλοδοξία, ἡ, ἐσφαλμένη γνώμη, ἣν ἔχει τις ἐκλαμβάνων [[ἄλλο]] ἀντ’ ἄλλου, [[αὐτόθι]] 189Β, 190Ε· πρβλ. ἀλλοφρονέω.
|lstext='''ἀλλοδοξέω''': [[νομίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι [[εἶναι]] ἕτερον, [[ἐσφαλμένως]] [[ἐκλαμβάνω]] τι ἀντὶ ἄλλου, Πλάτ. Θεαίτ. 189D, 190D: καὶ ἀλλοδοξία, ἡ, ἐσφαλμένη γνώμη, ἣν ἔχει τις ἐκλαμβάνων [[ἄλλο]] ἀντ’ ἄλλου, [[αὐτόθι]] 189Β, 190Ε· πρβλ. ἀλλοφρονέω.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[tomar]], [[confundir una cosa por otra]] οὔτ' ἄρ' ἀμφότερα οὔτε τὸ ἕτερον δοξάζοντι ἐγχωρεῖ ἀλλοδοξεῖν Pl.<i>Tht</i>.190d, cf. 189d.
}}
}}

Revision as of 12:11, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοδοξέω Medium diacritics: ἀλλοδοξέω Low diacritics: αλλοδοξέω Capitals: ΑΛΛΟΔΟΞΕΩ
Transliteration A: allodoxéō Transliteration B: allodoxeō Transliteration C: allodokseo Beta Code: a)llodoce/w

English (LSJ)

   A mistake one thing for another, Pl.Tht.189d,190d.

German (Pape)

[Seite 103] anders (als das Wahre) meinen, irren, Plat. Theaet. 189 d τὸ τὰ ψευδῆ δοξάζειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοδοξέω: νομίζω ὅτι πρᾶγμά τι εἶναι ἕτερον, ἐσφαλμένως ἐκλαμβάνω τι ἀντὶ ἄλλου, Πλάτ. Θεαίτ. 189D, 190D: καὶ ἀλλοδοξία, ἡ, ἐσφαλμένη γνώμη, ἣν ἔχει τις ἐκλαμβάνων ἄλλο ἀντ’ ἄλλου, αὐτόθι 189Β, 190Ε· πρβλ. ἀλλοφρονέω.

Spanish (DGE)

tomar, confundir una cosa por otra οὔτ' ἄρ' ἀμφότερα οὔτε τὸ ἕτερον δοξάζοντι ἐγχωρεῖ ἀλλοδοξεῖν Pl.Tht.190d, cf. 189d.