ἀλυσιτελής: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(Bailly1_1) |
(big3_3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />désavantageux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λυσιτελής]]. | |btext=ής, ές :<br />désavantageux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λυσιτελής]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀλῡσῐτελής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desventajoso]], [[no provechoso]], [[que no merece la pena]] ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.<i>Vect</i>.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.<i>AI</i> 16.224<br /><b class="num">•</b>[[no provechoso]], [[inútil]] Pl.<i>Cra</i>.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.<i>Oec</i>.14.5, [[δικαιοσύνη]] Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B<br /><b class="num">•</b>c. dat., Bato 2.9.<br /><b class="num">2</b> [[perjudicial]], [[dañino]] esp. en rel. c. la ciu. ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105<br /><b class="num">•</b>c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν <i>Ep.Hebr</i>.13.17<br /><b class="num">•</b>en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με [[ἀεί]] τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos</i>, <i>PSI</i> 441.21 (III a.C.).<br /><b class="num">3</b> de síntomas [[malo]], [[desfavorable]] (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.<i>Prog</i>.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.<i>Coac</i>.393, cf. Thphr.<i>Sud</i>.4.<br /><b class="num">4</b> [[de mala calidad]], [[de bajo valor]] de semillas <i>PTeb</i>.68.31 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[sin provecho]], [[sin beneficio]] βιώσεται X.<i>Mem</i>.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3<br /><b class="num">•</b>[[desventajosamente]] ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.<i>AI</i> 15.192<br /><b class="num">•</b>ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων <i>Prou.Bodl</i>.176. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A unprofitable, Pl.Cra.417d, X.Oec.14.5, Polystr.p.18 W.; of a person, ἀ. τῇ πόλει Bato 2.9: Sup. -έστατος Aeschin.1.105. Adv. -λῶς X. Mem.1.7.2, Hierocl.in CA12p.447M., etc. II Medic., unfavourable, of symptoms, Hp.Prog.14.
German (Pape)
[Seite 111] ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῡσῐτελής: -ές, ἀνωφελής, Ἱππ. Προγν. 41, Πλάτ. Κρατ. 417D., Ξεν. Οἰκ. 14, 5, Βάτων ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9: - ὑπερθετ. -έστατος, Αἰσχίν. 15. 8. - Ἐπίρρ. -λῶς, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
désavantageux.
Étymologie: ἀ, λυσιτελής.
Spanish (DGE)
(ἀλῡσῐτελής) -ές
I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
•no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
•c. dat., Bato 2.9.
2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciu. ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
•c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
•en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).
3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.
4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).
II adv. -ῶς sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3
•desventajosamente ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
•ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων Prou.Bodl.176.