ἀμβλίσκω: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(Bailly1_1) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]]. | |btext=faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[hacer abortar]] τὰς δυστοκούσας Pl.<i>Tht</i>.149d.<br /><b class="num">2</b> intr. [[abortar]] Plu.<i>Lyc</i>.3, Muson.15, Procop.<i>Pers</i>.2.22.35, <i>Hippiatr</i>.15.4<br /><b class="num">•</b>fig. [[malograrse]] ψυχαί Ph.1.538<br /><b class="num">•</b>v. med. οὐ πάντες ... πρὶν εἰς τὸ φῶς ἐλθεῖν τῆς θεογνωσίας, ἀμβλίσκονται Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.36.19. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
Pl.Tht.149d: ἀμβλισκάνω, Max.Tyr.16.4, Poll.3.49; cf. ἀβλύσκω:—also ἀμβλόω J.Ap.2.24, ἀμβλώω Max.172,
A -ώεσθαι 197, and in comp. ἐξ-αμβλόω (q. v.): fut. ἀμβλώσω Gp.14.14, (ἐξ-) Ael.NA13.27: aor. ἤμβλωσα Hp.Mul.1.25, Ael.VH13.6, (ἐξ-) Pl. Tht.150e: pf. (ἐξ-) ήμβλωκα, (ἐξ-) ήμβλωμαι, Ar.Nu.137,139: (ἀμβλύς):—cause to miscarry, S.Fr.132, Pl.Tht.149d. 2 of the woman, bring on miscarriage, Muson.Fr.15A p.77H., Plu.Lyc.3, Ael.VH13.6. 3 intr., miscarry, Procop.Pers.2.22. II ἀμβλόω, usu. in Pass. ἀμβλόομαι, to be abortive, κἂν . . τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ Arist.GA773a1: also of eyes of vines, ἀμβλοῦνται they go 'blind', Thphr.HP4.14.6; rarein Act., Ph.2.580: metaph., ἀμβλώσαντες καὶ ἐπιφράξαντες ἀργὸν τὸ μεγαλοφυὲς κατέλιπον 1.637.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλίσκω: Πλάτ., καὶ ἐν συνθέτ., ἐξαμβλόω (ὃ ἴδε): μέλλ. ἀμβλώσω (ἐξ-) Αἰλ.: ἀόρ. ἤμβλωσα Ἱππ. 600. 40. (ἐξ-) Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε: πρκμ. (ἐξ-)ήμβλωκα, (ἐξ-)ήμβλωμαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 137, 139: (ἀμβλύς). Προξενῶ ἐξάμβλωσιν, ἀποβολήν, Σοφ. Ἀποσπ. 134, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, ἔνθα ἴδε Σταλλβάμ. 2) περὶ αὐτῆς τῆς γυναικός, ἀποβάλλω διὰ βιαίων μέσων, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 11, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὁ τύπος ἀμβλισκάνω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ. 49, Μαξίμ. Τυρίῳ 179. ΙΙ. παθητ. ἀμβλόομαι, γεννῶμαι δι’ ἐξαμβλώσεως, γίνομαι ἢ εἶμαι ἐξάμβλωμα, κἂν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 4. 4, 43‧ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἐκβλαστημάτων ἢ ὀφθαλμῶν τῶν δένδρων, ἀμβλοῦνται, καίονται καὶ καταστρέφονται, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 6.
French (Bailly abrégé)
faire avorter.
Étymologie: ἀμβλύς.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer abortar τὰς δυστοκούσας Pl.Tht.149d.
2 intr. abortar Plu.Lyc.3, Muson.15, Procop.Pers.2.22.35, Hippiatr.15.4
•fig. malograrse ψυχαί Ph.1.538
•v. med. οὐ πάντες ... πρὶν εἰς τὸ φῶς ἐλθεῖν τῆς θεογνωσίας, ἀμβλίσκονται Gr.Nyss.V.Mos.36.19.