ἀναθυμίασις: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(6_8) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναθῡμίᾱσις''': -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, διαφέρει δὲ τῆς ἀτμίδος· ἔστι γὰρ ἀτμίδος μὲν [[φύσις]] ὑγρὸν καὶ θερμόν, ἀναθυμιάσεως δὲ θερμὸν καὶ ξηρόν, καὶ ἔστιν μὲν ἀτμὶς μὲν δυνάμει [[οἷον]] [[ὕδωρ]], [[ἀναθυμίασις]] δὲ δυνάμει οἶον πῦρ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, καὶ ἀλλ. 2) [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτῳ πρὸς δήλωσιν τῆς ψυχῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 19· πρβλ. [[ἐκπύρωσις]]· | |lstext='''ἀναθῡμίᾱσις''': -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, διαφέρει δὲ τῆς ἀτμίδος· ἔστι γὰρ ἀτμίδος μὲν [[φύσις]] ὑγρὸν καὶ θερμόν, ἀναθυμιάσεως δὲ θερμὸν καὶ ξηρόν, καὶ ἔστιν μὲν ἀτμὶς μὲν δυνάμει [[οἷον]] [[ὕδωρ]], [[ἀναθυμίασις]] δὲ δυνάμει οἶον πῦρ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, καὶ ἀλλ. 2) [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτῳ πρὸς δήλωσιν τῆς ψυχῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 19· πρβλ. [[ἐκπύρωσις]]· | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[exhalación]], [[efluxión]], [[efluvio de vapores, etc., como explicación de muchos fenómenos]]: del alma ἡ ψυχὴ ... αἰσθητικὴ [[ἀναθυμίασις]] Heraclit.B 12, τὸ ψυχάριον [[ἀναθυμίασις]] ἀφ' αἵματος M.Ant.5.33, ἡ ζωὴ ... οἷον ἡ ἀφ' αἵματος ἀ. M.Ant.6.15<br /><b class="num">•</b>forma pedante de denominar [[aires]], [[ventosidades]] Petron.47<br /><b class="num">•</b>[[evaporación]] ὁ ἥλιος ... ἀσθενεῖς ... οὔσας τὰς ἀ. μαραίνει Arist.<i>Mete</i>.361<sup>b</sup>15, τῷ δ' ὑγρῷ τὸ ξηρὸν βρεχόμενον ... ἴσχειν καὶ ἀναθυμιάσεις Plu.2.689e, cf. Arist.<i>Mete</i>.344<sup>a</sup>10, 365<sup>b</sup>22, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.196, Thphr.<i>Fr</i>.33, Corn.<i>ND</i> 7, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.19, Hero <i>Spir</i>.1.proem. (p.12.2), Ph.1.642<br /><b class="num">•</b>ἡ οἴνων ἀ. borrachera</i> Ath.675e, cf. Plu.2.647d<br /><b class="num">•</b>[[vaho]], [[humo de]] los sacrificios, Iul.<i>Caes</i>.333d.<br /><b class="num">2</b> [[destilado]], [[humor]], [[secreción de líquidos en procesos fisiológicos]] γίνεται [[ἀναθυμίασις]] εἰς τὰς φλέβας Arist.<i>Somn.Vig</i>.456<sup>b</sup>3, ἡ ἐκ τῶν χυμῶν ἀ. Gal.3.901, ἀ. σπέρματος semen</i> Porph.<i>Abst</i>.4.20, cf. 1.47. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rising invapour, exhalation, Arist. Mete.365b22, cf.Thphr.Fr.33, Petron.47, Plu.2.365e, Hdn.3.14.8: pl., Corn.ND7, Porph.Abst.1.47; ofsacrifices, Jul.Caes.333d. 2 of the soul, Heraclit.12. 3 of bodily processes, ἡ ἐκ τῶν χυμῶν ἀ. Gal. UP11.14, cf. 6.17.
German (Pape)
[Seite 188] ἡ, das Aufdampfen, Arist. Meteor. 2, 4 von ἀτμίς unterschieden, als trocken und heiß; Herodian. 3, 14, 15 von Dünsten, die aus Sümpfen aufsteigen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθῡμίᾱσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, διαφέρει δὲ τῆς ἀτμίδος· ἔστι γὰρ ἀτμίδος μὲν φύσις ὑγρὸν καὶ θερμόν, ἀναθυμιάσεως δὲ θερμὸν καὶ ξηρόν, καὶ ἔστιν μὲν ἀτμὶς μὲν δυνάμει οἷον ὕδωρ, ἀναθυμίασις δὲ δυνάμει οἶον πῦρ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, καὶ ἀλλ. 2) λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτῳ πρὸς δήλωσιν τῆς ψυχῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 19· πρβλ. ἐκπύρωσις·
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 exhalación, efluxión, efluvio de vapores, etc., como explicación de muchos fenómenos: del alma ἡ ψυχὴ ... αἰσθητικὴ ἀναθυμίασις Heraclit.B 12, τὸ ψυχάριον ἀναθυμίασις ἀφ' αἵματος M.Ant.5.33, ἡ ζωὴ ... οἷον ἡ ἀφ' αἵματος ἀ. M.Ant.6.15
•forma pedante de denominar aires, ventosidades Petron.47
•evaporación ὁ ἥλιος ... ἀσθενεῖς ... οὔσας τὰς ἀ. μαραίνει Arist.Mete.361b15, τῷ δ' ὑγρῷ τὸ ξηρὸν βρεχόμενον ... ἴσχειν καὶ ἀναθυμιάσεις Plu.2.689e, cf. Arist.Mete.344a10, 365b22, Chrysipp.Stoic.2.196, Thphr.Fr.33, Corn.ND 7, Ach.Tat.Intr.Arat.19, Hero Spir.1.proem. (p.12.2), Ph.1.642
•ἡ οἴνων ἀ. borrachera Ath.675e, cf. Plu.2.647d
•vaho, humo de los sacrificios, Iul.Caes.333d.
2 destilado, humor, secreción de líquidos en procesos fisiológicos γίνεται ἀναθυμίασις εἰς τὰς φλέβας Arist.Somn.Vig.456b3, ἡ ἐκ τῶν χυμῶν ἀ. Gal.3.901, ἀ. σπέρματος semen Porph.Abst.4.20, cf. 1.47.