ἀνθρώπειος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(Bailly1_1)
(big3_4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l’homme : [[τἀνθρώπεια]] SOPH les affaires humaines ; τὸ ἀνθρώπειον la nature humaine <i>ou</i> les affaires humaines;<br /><b>2</b> qui provient de l’homme : ἀνθρωπεία [[τέχνη]] THC l’industrie humaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l’homme : [[τἀνθρώπεια]] SOPH les affaires humaines ; τὸ ἀνθρώπειον la nature humaine <i>ou</i> les affaires humaines;<br /><b>2</b> qui provient de l’homme : ἀνθρωπεία [[τέχνη]] THC l’industrie humaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ήϊος, -η, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Luc.<i>Asin</i>.46]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[humano]] ἦθος Heraclit.B 78, φωνή Hdt.2.55, φύσις Hdt.3.65, Th.2.50, 3.45, σῶμα Canthar.<i>PCG</i> 4p.61, Hp.<i>Ep</i>.23 (p.396), πρήγματα Hdt.1.32, Pl.<i>Prm</i>.134e, Luc.<i>Vit.Auct</i>.14, νοῦς Ph.2.85, πάθεα Hdt.5.4, [[αἷμα]] Hdt.1.214, εὐδαιμονίη Hdt.1.5, τρόπος Th.4.116, [[βίος]] Gorg.B 11a.30, νόμοι Heraclit.B 114, τέχνη Th.2.47, πήματα A.<i>Pers</i>.706, ἁμαρτήματα Plb.18.13.1, τροφή Luc.<i>Asin</i>.46, τὸ μὲν δεῖσαι ... ἀνθρωπήιον ἦν Hdt.8.144, διὰ τὸ ἀνθρώπειον κομπῶδες Th.5.68, ἀνθρώπειόν τι πάθω <i>IG</i> 5(1).1208.52 (Laconia)<br /><b class="num">•</b>op. lo mítico τῆς δὲ ἀνθρωπηίης λεγομένης γενεῆς Hdt.3.122<br /><b class="num">•</b>[[asequible al hombre]] ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον Pl.<i>Prt</i>.344c, ὅσα γε τἀνθρώπεια en la medida de las fuerzas humanas</i> Pl.<i>Cri</i>.46e<br /><b class="num">•</b>[[procedente de los hombres]] ψόγος A.<i>A</i>.937<br /><b class="num">•</b>esp. op. lo divino en lit. crist. [[διδασκαλία]] Iust.Phil.2<i>Apol</i>.10.1, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.103, de la naturaleza humana de Cristo, op. la divina, Iust.<i>Edict</i>. en Euagr.Schol.<i>HE</i> 5.4<br /><b class="num">•</b>neutr. τὰ ἀ. [[las cosas humanas]] op. τὰ θειότερα Democr.B 37, cf. A.<i>Fr</i>.278e, S.<i>Ai</i>.132, E.<i>Fr</i>.418, Pl.<i>Phd</i>.89e, X.<i>Mem</i>.1.1.15, Antiph.240b, Thdt.M.82.688A.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[la naturaleza humana]] πέφυκε ... τὸ ἀ. ... ἄρχειν ... τοῦ εἴκοντος Th.4.61, κατὰ τὸ ἀ. Th.1.22 (cód.), Thdt.M.82.93D, cf. Th.5.105.<br /><b class="num">3</b> ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας Ῥόδιοι Hsch.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[por todos los medios humanos]] σῴζεσθαι Th.5.103<br /><b class="num">•</b>[[como un hombre]] φράζειν Ar.<i>Ra</i>.1058.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρώπειος Medium diacritics: ἀνθρώπειος Low diacritics: ανθρώπειος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΕΙΟΣ
Transliteration A: anthrṓpeios Transliteration B: anthrōpeios Transliteration C: anthropeios Beta Code: a)nqrw/peios

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἀνθρωπήϊος, η, ον, (ος, ον Luc.Asin.46):—

   A human, opp. θεῖος, Heraclit.78; τὰ-ήϊα Democr. 37; ἀνθρωπηΐη φωνή Hdt.2.55; ἡ ἀ. φύσις Id.3.65, al.; ἀ. σῶμα Canthar.3D., ἀ τι παθεῖν IG5(1).1208.52 (Gythium); ἀ. πήματα such as man is subject to, A.Pers.706; ἀ. ψόγος reproach of men, Id.Ag.937; τέχνη ἀ. Th.2.47; ἀνθρωπήϊα πρήγματα human affairs, Hdt.1.32, cf. Pl.Prm.134e; τὰ ἀ. A.Fr.159, Pl.Phd.89e; ἅπαντα τἀ. S.Aj.132, Antiph.240b, etc.; τὸ ἀ. mankind, human nature, πέφυκε τὸ ἀ. ἄρχειν τοῦ εἴκοντος Th.4.61, cf. 5.105.    2 human, suited to man, within man's powers, ἡ ἀ. εὐδαιμονίη Hdt.1.5; ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀ. not for man to attempt, Pl.Prt.344c; ὅσα γε τἀ. in all human probability, Id.Cri.47a; κατὰ τὸ ἀ. (v.l. -πινον) Th.1.22.    3 human, opp. mythical, ἡ ἀ. λεγομένη γενεή Hdt.3.122.    4 ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας (Rhod.), Hsch.    II Adv. -ως by human means, in all human probability, Th.5.103; ἀ. φράζειν to speak as befits a man, Ar.Ra.1058.—Said to be the correct Attic form by Moer.26.

German (Pape)

[Seite 234] ion. ἀνθρωπήϊος, den Menschen betreffend, ὴ ἀνθρωπηΐη, sc. δορά, die Menschenhaut, Her. 5, 25; φωνή 2, 55; πάθεα 5, 4; φύσις 3, 65; γενεή, Menschenalter, als Zeitbestimmung, s. γενεή; Tragg. πήματα, Aesch. Pers. 692; τὰ ἀνθρώπεια, Soph. Ai. 132 Thuc. 7, 77, Menschliches, der Natur des Menschen Angemessenes, was dem Menschen zu widerfahren pflegt; ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρ., es geht über die Kräfte des Menschen, Plat. Prot. 344 c; μείζω τινὰ δύναμιν ἢ ἀνθρωπείαν Crat. 438 c; dem θεῖος entggstzt Soph. 266 a u. öfter. – Adv. ἀνθρωπείως, auf menschliche Weise, φράζειν Ar. Ran. 1058; Thuc. 5, 103.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρώπειος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, (ος, ον, Λουκ. Ὄνος 46): - ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρώπινος, ἀνθρωπηΐη φωνὴ Ἡρόδ. 2. 55· ἡ ἀνθρ. φύσις ὁ αὐτ. 3. 65, καὶ ἀλλαχοῦ· ἀνθρώπεια πήματα, εἰς ἃ ὁ ἄνθρωπος ὑπόκειται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 706· ἀνθ. ψόγος, ὁ ψόγος τῶν ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 937· τέχνη ἀνθρ. Θουκ. 2. 47· ἀνθρωπήϊα πράγματα, ἀνθρώπινα πράγματα, Ἡρόδ. 1. 32· τὰ ἀνθρώπεια Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 155· ἅπαντα τἀνθρ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68, κτλ.: - τὸ ἀνθρ. δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἢ τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, πέφυκε γὰρ τὸ ἀνθρώπειον ... ἄρχειν ... τοῦ εἴκοντος Θουκ. 4. 61, πρβλ. 5. 105. 2) ἀνθρώπινος, ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως, ἡ ἀνθρ. εὐδαιμονίη Ἡρόδ. 1. 5· ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον, ὑπέρτερον τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Πρωτ. 344C· ὅσα γε τἀνθρώπεια, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, ὁ αὐτ. Κρίτων 46Ε, κατὰ τὸ ἀνθρ. Θουκ. 1. 22. 3) ἀνθρώπινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μυθικός, ἡ ἀνθρ. λεγομένη γενεὴ Ἡρόδ. 3. 122. ΙΙ. Ἐπιρρ. -ως, δι’ ἀνθρωπίνων μέσων, κατὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην πιθανότητα, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως σώζεσθαι Θουκ. 5. 103· ἀνθρ. φράζειν, ὁμιλεῖν ὡς ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1058. Ἴδε ἀνθρώπινος ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui concerne l’homme : τἀνθρώπεια SOPH les affaires humaines ; τὸ ἀνθρώπειον la nature humaine ou les affaires humaines;
2 qui provient de l’homme : ἀνθρωπεία τέχνη THC l’industrie humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): jón. -ήϊος, -η, -ον

• Morfología: [-ος, -ον Luc.Asin.46]
I 1humano ἦθος Heraclit.B 78, φωνή Hdt.2.55, φύσις Hdt.3.65, Th.2.50, 3.45, σῶμα Canthar.PCG 4p.61, Hp.Ep.23 (p.396), πρήγματα Hdt.1.32, Pl.Prm.134e, Luc.Vit.Auct.14, νοῦς Ph.2.85, πάθεα Hdt.5.4, αἷμα Hdt.1.214, εὐδαιμονίη Hdt.1.5, τρόπος Th.4.116, βίος Gorg.B 11a.30, νόμοι Heraclit.B 114, τέχνη Th.2.47, πήματα A.Pers.706, ἁμαρτήματα Plb.18.13.1, τροφή Luc.Asin.46, τὸ μὲν δεῖσαι ... ἀνθρωπήιον ἦν Hdt.8.144, διὰ τὸ ἀνθρώπειον κομπῶδες Th.5.68, ἀνθρώπειόν τι πάθω IG 5(1).1208.52 (Laconia)
op. lo mítico τῆς δὲ ἀνθρωπηίης λεγομένης γενεῆς Hdt.3.122
asequible al hombre ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον Pl.Prt.344c, ὅσα γε τἀνθρώπεια en la medida de las fuerzas humanas Pl.Cri.46e
procedente de los hombres ψόγος A.A.937
esp. op. lo divino en lit. crist. διδασκαλία Iust.Phil.2Apol.10.1, Clem.Al.Strom.7.16.103, de la naturaleza humana de Cristo, op. la divina, Iust.Edict. en Euagr.Schol.HE 5.4
neutr. τὰ ἀ. las cosas humanas op. τὰ θειότερα Democr.B 37, cf. A.Fr.278e, S.Ai.132, E.Fr.418, Pl.Phd.89e, X.Mem.1.1.15, Antiph.240b, Thdt.M.82.688A.
2 subst. τὸ ἀ. la naturaleza humana πέφυκε ... τὸ ἀ. ... ἄρχειν ... τοῦ εἴκοντος Th.4.61, κατὰ τὸ ἀ. Th.1.22 (cód.), Thdt.M.82.93D, cf. Th.5.105.
3 ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας Ῥόδιοι Hsch.
II adv. -ως por todos los medios humanos σῴζεσθαι Th.5.103
como un hombre φράζειν Ar.Ra.1058.