ἀνταυγάζω: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_13b) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνταυγάζω''': μέλλ. -άσω, = [[ἀνταυγέω]], «λαμποβολῶ», τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης Ἡρόδ. 1. 2. ΙΙ. μεταβ., [[λαμπρύνω]], ἡλίῳ καθαρῷ τὸν βίον ἀνταυγάσοντες Φίλων 2. 260. | |lstext='''ἀνταυγάζω''': μέλλ. -άσω, = [[ἀνταυγέω]], «λαμποβολῶ», τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης Ἡρόδ. 1. 2. ΙΙ. μεταβ., [[λαμπρύνω]], ἡλίῳ καθαρῷ τὸν βίον ἀνταυγάσοντες Φίλων 2. 260. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> abs. [[brillar]] χρυσοϋφοῦς δὲ τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης brillando su ropa bordada en oro ante los rayos del sol</i> Hld.1.2.5.<br /><b class="num">2</b> c. ac. int. [[reflejar]] τῆς πανοπλίας οἰκεῖον σέλας ἀνταυγαζούσης Hld.9.14.1.<br /><b class="num">3</b> c. ac. compl. dir. [[iluminar]] fig. ἡλίῳ καθαρῷ τὸν ἴδιον βίον Ph.2.260. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
A = ἀνταυγέω, πρὸς ἥλιον Hld.1.2, cf. 9.14. II trans., expose to the light, illuminate, ἡλίῳ βίον ἀ. Ph.2.260.
German (Pape)
[Seite 245] den Schein zurückwerfen, zurückstrahlen, πρός τι Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταυγάζω: μέλλ. -άσω, = ἀνταυγέω, «λαμποβολῶ», τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης Ἡρόδ. 1. 2. ΙΙ. μεταβ., λαμπρύνω, ἡλίῳ καθαρῷ τὸν βίον ἀνταυγάσοντες Φίλων 2. 260.
Spanish (DGE)
1 abs. brillar χρυσοϋφοῦς δὲ τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης brillando su ropa bordada en oro ante los rayos del sol Hld.1.2.5.
2 c. ac. int. reflejar τῆς πανοπλίας οἰκεῖον σέλας ἀνταυγαζούσης Hld.9.14.1.
3 c. ac. compl. dir. iluminar fig. ἡλίῳ καθαρῷ τὸν ἴδιον βίον Ph.2.260.