ἀπαέξομαι: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_20) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαέξομαι''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀπαυξάνομαι, θάλλει δ’ ὑπ’ αὐτῆς κἀπαέξεται [[βίος]] Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 7. 85· ὑπερσυντ. ἀπηέξηντο, Κόϊντ. Σμ. 14. 198. | |lstext='''ἀπαέξομαι''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀπαυξάνομαι, θάλλει δ’ ὑπ’ αὐτῆς κἀπαέξεται [[βίος]] Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 7. 85· ὑπερσυντ. ἀπηέξηντο, Κόϊντ. Σμ. 14. 198. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[aumentar]] ὑπ' αὐτῆς κἀπαέξεται [[βίος]] Semon.8.85. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
poet. for ἀπαυξάνομαι,
A grow out of, Semon.7.85; plpf. ἀπηέξηντο Q.S.14.198 (dub.).
German (Pape)
[Seite 274] abwachsen, ἀπηέξηντο, die Zweige wuchsen vom Baume ab, Qu. Sm. 14, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαέξομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀπαυξάνομαι, θάλλει δ’ ὑπ’ αὐτῆς κἀπαέξεται βίος Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 7. 85· ὑπερσυντ. ἀπηέξηντο, Κόϊντ. Σμ. 14. 198.