ἀπαναγκάζω: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_13b) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐπαναγκάζω]], ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[προσαναγκάζω]], αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι [[μᾶλλον]] προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― [[συχν]]. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἐπαναγκάζω]]. | |lstext='''ἀπαναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐπαναγκάζω]], ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[προσαναγκάζω]], αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι [[μᾶλλον]] προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― [[συχν]]. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἐπαναγκάζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[forzar a apartarse]] un hueso ἀπὸ τῶν πλευρέων Hp.<i>Art</i>.2, del brazo αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν pues los vendajes no le fuerzan ni a aproximarse ni a apartarse</i> Hp.<i>Art</i>.14.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[verse forzado]] (σκέλος) συνυπουργέον γὰρ ἐκείνῳ ... ἀπαναγκάζεται εἶναι (la pierna sana) se ve obligada a ayudar a la otra</i> Hp.<i>Art</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[resultar forzoso]] οὐδε γὰρ ὑπὸ μεγέθους ἀπηναγκάσθαι λέγοι ἄν no se podría decir que resulta forzoso por causa de las dimensiones</i> Str.2.1.31<br /><b class="num">•</b>de donde en v. act. [[obligar a]] c. inf. ἀποτῖσαι <i>PFay</i>.122.18 (I d.C.), βαδίσαι E.<i>Ep</i>.5.28. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
A force away, τι ἀπό τινος Hp.Art.2; opp. προσαναγκάζω, ib. 14; simply, = ἀναγκάζω, ib.58, cf. Str.2.1.31, PFay.122.18 (100 A.D.):—freq. as f.l. for ἐπαν- as Plb.4.46.6, 5.24.1, Them.Or. 33.367a.
German (Pape)
[Seite 277] zwingen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἐπαναγκάζω, ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσαναγκάζω, αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― συχν. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπαναγκάζω.
Spanish (DGE)
1 forzar a apartarse un hueso ἀπὸ τῶν πλευρέων Hp.Art.2, del brazo αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν pues los vendajes no le fuerzan ni a aproximarse ni a apartarse Hp.Art.14.
2 en v. med. verse forzado (σκέλος) συνυπουργέον γὰρ ἐκείνῳ ... ἀπαναγκάζεται εἶναι (la pierna sana) se ve obligada a ayudar a la otra Hp.Art.58
•resultar forzoso οὐδε γὰρ ὑπὸ μεγέθους ἀπηναγκάσθαι λέγοι ἄν no se podría decir que resulta forzoso por causa de las dimensiones Str.2.1.31
•de donde en v. act. obligar a c. inf. ἀποτῖσαι PFay.122.18 (I d.C.), βαδίσαι E.Ep.5.28.