ἀποψάλλω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(6_13a)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποψάλλω''': μέλλ. -ψᾰλῶ, [[τίλλω]], «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ [[κάμνω]] αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ [[γλῶττα]] ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553.
|lstext='''ἀποψάλλω''': μέλλ. -ψᾰλῶ, [[τίλλω]], «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ [[κάμνω]] αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ [[γλῶττα]] ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrancar]] τὰς τρίχας Hsch., tb. en v. pas. ἦχοι κατὰ τὴν ἀίδιον φορὰν ἀποψαλλόμενοι sonidos producidos por el movimiento eterno (de las esferas)</i>, Heraclit.<i>All</i>.12.3.<br /><b class="num">2</b> de instrumentos [[hacer sonar]] Μαιώτην πλόκον Lyc.915<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ γλῶττα τὴν ἄκραν Ἀτθίδα ἀποψάλλει la lengua hace sonar el más puro ático</i> Philostr.<i>VS</i> 553.<br /><b class="num">3</b> fig. [[atraer]], [[hacer caer en]] ἔρωτας οὐκ ἔρωτας, ἀλλ' Ἐρινύων ... ἀποψήλασα ... πάγην atrayéndolo a amores que no son amores, sino trampa de las Erinis</i> Lyc.407.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποψάλλω Medium diacritics: ἀποψάλλω Low diacritics: αποψάλλω Capitals: ΑΠΟΨΑΛΛΩ
Transliteration A: apopsállō Transliteration B: apopsallō Transliteration C: apopsallo Beta Code: a)poya/llw

English (LSJ)

   A pluck off, τρίχας Hsch.; ἀ. πάγην spring a trap that is set, Lyc.407; twang a string, Id.915; ἡγλῶττα ἀ. τὴν ἄκραν Ἀτθίδα rings out the purest Attic, metaph. from the lyre, Philostr.VS 2.1.7.

German (Pape)

[Seite 337] ausraufen. τρίχας Hesych.; πάγην, eine aufgestellte Schlinge loslassen, Lycophr. 407; βέλος, einen Pfeil fortschnellen, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποψάλλω: μέλλ. -ψᾰλῶ, τίλλω, «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, ἐγγίζω, ψαύω τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ κάμνω αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ γλῶττα ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553.

Spanish (DGE)

1 arrancar τὰς τρίχας Hsch., tb. en v. pas. ἦχοι κατὰ τὴν ἀίδιον φορὰν ἀποψαλλόμενοι sonidos producidos por el movimiento eterno (de las esferas), Heraclit.All.12.3.
2 de instrumentos hacer sonar Μαιώτην πλόκον Lyc.915
fig. ἡ γλῶττα τὴν ἄκραν Ἀτθίδα ἀποψάλλει la lengua hace sonar el más puro ático Philostr.VS 553.
3 fig. atraer, hacer caer en ἔρωτας οὐκ ἔρωτας, ἀλλ' Ἐρινύων ... ἀποψήλασα ... πάγην atrayéndolo a amores que no son amores, sino trampa de las Erinis Lyc.407.