ἀποψάλλω
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
pluck off, τρίχας Hsch.; ἀ. πάγην spring a trap that is set, Lyc.407; twang a string, Id.915; ἡγλῶττα ἀ. τὴν ἄκραν Ἀτθίδα rings out the purest Attic, metaph. from the lyre, Philostr.VS 2.1.7.
Spanish (DGE)
1 arrancar τὰς τρίχας Hsch., tb. en v. pas. ἦχοι κατὰ τὴν ἀίδιον φορὰν ἀποψαλλόμενοι sonidos producidos por el movimiento eterno (de las esferas), Heraclit.All.12.3.
2 de instrumentos hacer sonar Μαιώτην πλόκον Lyc.915
•fig. ἡ γλῶττα τὴν ἄκραν Ἀτθίδα ἀποψάλλει la lengua hace sonar el más puro ático Philostr.VS 553.
3 fig. atraer, hacer caer en ἔρωτας οὐκ ἔρωτας, ἀλλ' Ἐρινύων ... ἀποψήλασα ... πάγην atrayéndolo a amores que no son amores, sino trampa de las Erinis Lyc.407.
German (Pape)
[Seite 337] ausraufen. τρίχας Hesych.; πάγην, eine aufgestellte Schlinge loslassen, Lycophr. 407; βέλος, einen Pfeil fortschnellen, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψάλλω: μέλλ. -ψᾰλῶ, τίλλω, «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, ἐγγίζω, ψαύω τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ κάμνω αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ γλῶττα ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553.