ἀρτοφόριον: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_21) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτοφόριον''': τὸ, κάντιστρον, κοινῶς «πανέρι», δι’ ἄρτον, «[[οἷον]] τὸ αὐτὸ [[ἀρτοφόριον]] καὶ [[πανάριον]] λέγεται… ἀλλὰ στοχαζόμενοι τοῦ [[καλῶς]] ἔχοντος καὶ μὴ γελᾶσθαι ὑπὸ τῶν διακονούντων παιδαρίων καὶ ἰδιωτῶν [[πανάριον]] ἐροῦμεν, καὶ εἰ βάρβαρόν ἐστιν» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ὁ [[τύπος]] ἀρτοφορίς, [[αὐτόθι]] [[εἶναι]] πιθανώς ἐφθαρμένος. 2) = [[πυξίον]], [[ἔνθα]] φυλάσσεται ὁ προηγιασμένος ἄρτος, «καὶ λαβὼν προηγιασμένον ἄρτον ἐκ τοῦ ἀρτοφορίου, τίθησιν αὐτὸν μετ’ εὐλαβείας πολλῆς ἐν τῷ ἁγίῳ δίσκῳ» Εὐχολόγ. ΙΙ. ἀρτοφόρια, τὰ, [[ἑορτή]], «τὰ διὰ τοῦ ια ὀνόματα ἐπὶ ἑορτῶν λεγόμενα διὰ τοῦ ι γράφεται, [[οἷον]] [[Ἀπατούρια]], Ἀρτοφόρια», Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 277. | |lstext='''ἀρτοφόριον''': τὸ, κάντιστρον, κοινῶς «πανέρι», δι’ ἄρτον, «[[οἷον]] τὸ αὐτὸ [[ἀρτοφόριον]] καὶ [[πανάριον]] λέγεται… ἀλλὰ στοχαζόμενοι τοῦ [[καλῶς]] ἔχοντος καὶ μὴ γελᾶσθαι ὑπὸ τῶν διακονούντων παιδαρίων καὶ ἰδιωτῶν [[πανάριον]] ἐροῦμεν, καὶ εἰ βάρβαρόν ἐστιν» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ὁ [[τύπος]] ἀρτοφορίς, [[αὐτόθι]] [[εἶναι]] πιθανώς ἐφθαρμένος. 2) = [[πυξίον]], [[ἔνθα]] φυλάσσεται ὁ προηγιασμένος ἄρτος, «καὶ λαβὼν προηγιασμένον ἄρτον ἐκ τοῦ ἀρτοφορίου, τίθησιν αὐτὸν μετ’ εὐλαβείας πολλῆς ἐν τῷ ἁγίῳ δίσκῳ» Εὐχολόγ. ΙΙ. ἀρτοφόρια, τὰ, [[ἑορτή]], «τὰ διὰ τοῦ ια ὀνόματα ἐπὶ ἑορτῶν λεγόμενα διὰ τοῦ ι γράφεται, [[οἷον]] [[Ἀπατούρια]], Ἀρτοφόρια», Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 277. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[cesto del pan]] S.E.<i>M</i>.1.234.18.<br /><b class="num">2</b> τὸ Ἀ. las [[fiestas de la procesión del pan]], <i>An.Ox</i>.3.277. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A bread-basket, S.E. M.1.234: the form ἀρτο-φορίς, ibid., is prob. corrupt. II ἀρτοφόρια, τά, a festival, An.Ox.3.277.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοφόριον: τὸ, κάντιστρον, κοινῶς «πανέρι», δι’ ἄρτον, «οἷον τὸ αὐτὸ ἀρτοφόριον καὶ πανάριον λέγεται… ἀλλὰ στοχαζόμενοι τοῦ καλῶς ἔχοντος καὶ μὴ γελᾶσθαι ὑπὸ τῶν διακονούντων παιδαρίων καὶ ἰδιωτῶν πανάριον ἐροῦμεν, καὶ εἰ βάρβαρόν ἐστιν» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ὁ τύπος ἀρτοφορίς, αὐτόθι εἶναι πιθανώς ἐφθαρμένος. 2) = πυξίον, ἔνθα φυλάσσεται ὁ προηγιασμένος ἄρτος, «καὶ λαβὼν προηγιασμένον ἄρτον ἐκ τοῦ ἀρτοφορίου, τίθησιν αὐτὸν μετ’ εὐλαβείας πολλῆς ἐν τῷ ἁγίῳ δίσκῳ» Εὐχολόγ. ΙΙ. ἀρτοφόρια, τὰ, ἑορτή, «τὰ διὰ τοῦ ια ὀνόματα ἐπὶ ἑορτῶν λεγόμενα διὰ τοῦ ι γράφεται, οἷον Ἀπατούρια, Ἀρτοφόρια», Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 277.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 cesto del pan S.E.M.1.234.18.
2 τὸ Ἀ. las fiestas de la procesión del pan, An.Ox.3.277.