ἄφολκος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_15)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφολκος''': -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.
|lstext='''ἄφολκος''': -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no pesa]] ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφολκος Medium diacritics: ἄφολκος Low diacritics: άφολκος Capitals: ΑΦΟΛΚΟΣ
Transliteration A: ápholkos Transliteration B: apholkos Transliteration C: afolkos Beta Code: a)/folkos

English (LSJ)

ον, (ὁλκή)

   A not having weight, δραχμῇ ἀφολκότερον too light by a drachm, Str.15.3.22.

German (Pape)

[Seite 413] weniger wiegend, δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι, eine Drachme leichter, Strab. XV, 3 p. 735.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφολκος: -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.

Spanish (DGE)

-ον
que no pesa ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.