γλυκάζω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6_13b)
(big3_10)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκάζω''': μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) [[παρέχω]] γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., [[λαμβάνω]] γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, [[αὐτόθι]] 1. 20·- [[ὡσαύτως]] τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., [[εἶναι]] [[γλυκύς]], ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.
|lstext='''γλῠκάζω''': μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) [[παρέχω]] γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., [[λαμβάνω]] γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, [[αὐτόθι]] 1. 20·- [[ὡσαύτως]] τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., [[εἶναι]] [[γλυκύς]], ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[tener sabor dulce]] la miel, LXX <i>Ez</i>.3.3, el vino Ath.26c, cf. Plot.4.3.26, tb. en v. med. <i>Gp</i>.2.5.7.<br /><b class="num">2</b> tr. [[endulzar]] τὴν κατάποσιν Epict.<i>Gnom</i>.22<br /><b class="num">•</b>fig. [[procurar una sensación agradable]] τοὺς ὑγιαίνοντας S.E.<i>P</i>.1.211<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[recibir una sensación agradable]] Hierocl.p.29, S.E.<i>P</i>.1.20.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκάζω Medium diacritics: γλυκάζω Low diacritics: γλυκάζω Capitals: ΓΛΥΚΑΖΩ
Transliteration A: glykázō Transliteration B: glykazō Transliteration C: glykazo Beta Code: gluka/zw

English (LSJ)

   A sweeten, τὴν κατάποσιν Epict. Gnom.22; affect with a sensation of sweetness, τοὺς ὑγιαίνοντας S.E. P.1.211:—Pass., receive a taste of sweetness, Hierocl.p.29A., S.E. P.1.20; but, taste sweet, Gp.2.39.4, and so intr. in Act. of wine, Ath. 1.26c; μέλι γλυκάζον LXX Ez.3.3, cf. Plot.4.3.26.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκάζω: μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) παρέχω γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., λαμβάνω γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, αὐτόθι 1. 20·- ὡσαύτως τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., εἶναι γλυκύς, ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.

Spanish (DGE)

1 intr. tener sabor dulce la miel, LXX Ez.3.3, el vino Ath.26c, cf. Plot.4.3.26, tb. en v. med. Gp.2.5.7.
2 tr. endulzar τὴν κατάποσιν Epict.Gnom.22
fig. procurar una sensación agradable τοὺς ὑγιαίνοντας S.E.P.1.211
en v. pas. recibir una sensación agradable Hierocl.p.29, S.E.P.1.20.