γραμμώδης: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(6_7) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γραμμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραμμοειδὴς Θεοφρ. Ι. Φ. 4. 12, 2, κτλ. | |lstext='''γραμμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραμμοειδὴς Θεοφρ. Ι. Φ. 4. 12, 2, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[en forma de línea]], [[lineal]] μίσχοι del tallo del junco, Thphr.<i>HP</i> 4.12.2<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ γ. [[parte lineal del junco]], e.d. [[el tallo]] Thphr.<i>HP</i> 4.12.2.<br /><b class="num">2</b> [[estriado]], [[acanalado]] σπέρματα ... στενὰ καὶ γραμμώδη del comino, Thphr.<i>HP</i> 7.3.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A = γραμμοειδής, wiry, Thphr.HP4.12.2; with linear markings, ib.7.3.2.
German (Pape)
[Seite 505] ες, = γραμμοειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμώδης: -ες, (εἶδος) = γραμμοειδὴς Θεοφρ. Ι. Φ. 4. 12, 2, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
1 en forma de línea, lineal μίσχοι del tallo del junco, Thphr.HP 4.12.2
•subst. τὸ γ. parte lineal del junco, e.d. el tallo Thphr.HP 4.12.2.
2 estriado, acanalado σπέρματα ... στενὰ καὶ γραμμώδη del comino, Thphr.HP 7.3.2.