δίαλμα: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(6_22)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίαλμα''': τό, ὡς [[γυμναστικός]] ὅρος ἅλμα, Σχόλ. Πινδ. Ο. 13. 39.
|lstext='''δίαλμα''': τό, ὡς [[γυμναστικός]] ὅρος ἅλμα, Σχόλ. Πινδ. Ο. 13. 39.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />deport. [[salto]] πένταθλόν ἐστι πυγμή, πάλη, δ., δίσκος καὶ [[δίφρος]] Steph.<i>in Rh</i>.271.18, cf. Sch.Pi.<i>O</i>.13.39 Böckh, <i>App.Anth</i>.4.99.2.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλμα Medium diacritics: δίαλμα Low diacritics: δίαλμα Capitals: ΔΙΑΛΜΑ
Transliteration A: díalma Transliteration B: dialma Transliteration C: dialma Beta Code: dialma

English (LSJ)

ατος, τό, as gymnastic term,

   A = ἅλμα, Sch.Pi.O.13.39.

German (Pape)

[Seite 587] τό, Sprung hinüber, Schol. Pind. Ol. 13. 39.

Greek (Liddell-Scott)

δίαλμα: τό, ὡς γυμναστικός ὅρος ἅλμα, Σχόλ. Πινδ. Ο. 13. 39.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
deport. salto πένταθλόν ἐστι πυγμή, πάλη, δ., δίσκος καὶ δίφρος Steph.in Rh.271.18, cf. Sch.Pi.O.13.39 Böckh, App.Anth.4.99.2.