δίγαμος: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(6_18) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίγαμος''': -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, [[μοιχός]], Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12. | |lstext='''δίγαμος''': -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, [[μοιχός]], Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δίγᾰμος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[que ha tenido dos bodas sucesivas]]de las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4<br /><b class="num">•</b>[[bígamo]] δίγαμοι, δίγονοί θ' [[ἅμα]] καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.<br /><b class="num">2</b> [[casado en segundas nupcias]] Basil.<i>Ep</i>.188.4, Origenes <i>Hom</i>.20.4 <i>in Ier</i>., <i>Comm.in Mt</i>.14.22, Hippol.<i>Haer</i>.9.12.22. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A married to two people, adulterous, Stes.26, Man. 5.291.
German (Pape)
[Seite 615] zum zweitenmal verheirathet; Stesichor. bei Schol. Eur. Or. 243; Man. 5, 291.
Greek (Liddell-Scott)
δίγαμος: -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, μοιχός, Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12.
Spanish (DGE)
(δίγᾰμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que ha tenido dos bodas sucesivasde las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4
•bígamo δίγαμοι, δίγονοί θ' ἅμα καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.
2 casado en segundas nupcias Basil.Ep.188.4, Origenes Hom.20.4 in Ier., Comm.in Mt.14.22, Hippol.Haer.9.12.22.