δυσδιάβατος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιάβᾰτος''': -ον, δυσκόλως διαβαινόμενος, δυσκολοπέραστος, [[τόπος]], [[ῥεῦμα]] Πολύβ. 1. 39, 13, Διόδ. 17. 93.
|lstext='''δυσδιάβᾰτος''': -ον, δυσκόλως διαβαινόμενος, δυσκολοπέραστος, [[τόπος]], [[ῥεῦμα]] Πολύβ. 1. 39, 13, Διόδ. 17. 93.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[infranqueable]] πεδίον X.<i>An</i>.6.5.19 (cód.), Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.14.46, ποταμοί Aen.Tact.8.1, D.C.55.20.7, τόποι Plb.1.39.13, ῥεῦμα D.S.17.93, [[ἕλη]] D.C.40.34.1, <i>Epit</i>.8.9.6.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάβᾰτος Medium diacritics: δυσδιάβατος Low diacritics: δυσδιάβατος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: dysdiábatos Transliteration B: dysdiabatos Transliteration C: dysdiavatos Beta Code: dusdia/batos

English (LSJ)

ον,

   A hard to get through, ποταμός Aen.Tact.8.1, cf. X. An.6.5.19; τόποι Plb.1.39.13; ῥεῦμα D.S.17.93.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu passiren; τόπος Pol. 1, 39, 13; ζεῦγμα D. Sic. 17, 93.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάβᾰτος: -ον, δυσκόλως διαβαινόμενος, δυσκολοπέραστος, τόπος, ῥεῦμα Πολύβ. 1. 39, 13, Διόδ. 17. 93.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, infranqueable πεδίον X.An.6.5.19 (cód.), Gr.Thaum.Pan.Or.14.46, ποταμοί Aen.Tact.8.1, D.C.55.20.7, τόποι Plb.1.39.13, ῥεῦμα D.S.17.93, ἕλη D.C.40.34.1, Epit.8.9.6.