ἐμπτύω: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
(Bailly1_2) |
(big3_14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> cracher dans;<br /><b>2</b> cracher sur : τινι [[εἰς]] τὸ [[πρόσωπον]] PLUT cracher au visage de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πτύω]]. | |btext=<b>1</b> cracher dans;<br /><b>2</b> cracher sur : τινι [[εἰς]] τὸ [[πρόσωπον]] PLUT cracher au visage de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πτύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[escupir a o en]] c. εἰς y ac. ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (los persas), Hdt.1.138, εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25, καλῆς λοπάδος ὄψου παρατεθείσης ... ἐνέπτυσεν εἰς αὐτήν Ath.345c, c. dat. γενομένων τῶν νεοττῶν ὁ [[ἄρρην]] ἐμπτύει αὐτοῖς ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.<i>Fr</i>.347, frec. como signo de desprecio, c. εἰς y ac. de pers. o partes de su cuerpo τίς οὐκ ἀπαντῶσα ἔς μευ δικαίως τὸ πρόσωπον ἐμπτύοι; Herod.5.76, cf. <i>PEnteux</i>.79.7 (III a.C.), LXX <i>Nu</i>.12.14, <i>Eu.Matt</i>.26.67, Plu.2.189a, εἰς αὐτόν <i>Eu.Matt</i>.27.30, c. dat. ἐμπτύσουσιν αὐτῷ <i>Eu.Marc</i>.10.34<br /><b class="num">•</b>en v. pas. νομοθέτην παρὰ τῶν ὑπευθύνων ... ἐμπτυόμενον Hsch.H.<i>Hom</i>.14.11.16, cf. Muson.10 (p.76)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. εἰς τὸ πρόσωπον [[αὐτοῦ]] LXX <i>De</i>.25.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
A spit into, ἐς ποταμόν Hdt.1.138; εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25. II spit upon, εἴς τι Ath. 8.345c; εἰς τὸ πρόσωπον PMagd.24.7 (iii B.C.), Plu.2.189a; ἐς τὸ πρόσωπόν τινος Herod.5.76, LXXNu.12.14, Ev.Matt.26.67; εἴς τινα Ev.Matt.27.30: c. dat., Arist.Fr.347, Ev.Marc.10.24, etc.:—Med., LXX De.25.9:—Pass., to be spat upon, Muson.Fr.10p.52H.
German (Pape)
[Seite 818] (s. πτύω), anspeien, hineinspucken; εἴς τι, Plut.; τινί, N. T u. a. Sp. – Pass., ἐμπτυσθῆναι, Huson. Stob. fl. 19, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπτύω: πτύω εἰς, ἐς ποταμὸν Ἡρόδ. 1. 138. ΙΙ. πτύω ἐντός τινος, ἐνέπτυσεν εἰς αὐτὴν (τὴν λοπάδα) Ἀθήν. 345C· τινὶ εἴς τι, τῷ δὲ Φωκίωνι σιωπῇ βαδίζοντι τῶν ἐχθρῶν τις ἐνέπτυσεν ἀπαντήσας εἰς τὸ πρόσωπον Πλούτ. 2. 189Α, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 67· εἴς τινα αὐτόθι κζ΄, 30· τινὶ Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κτλ.: - Μέσ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΕ΄, 9): - Παθ., ἐμπτύομαι, λοιδορηθῆναι... ἢ ἐμπτυσθῆναι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 169. 36.
French (Bailly abrégé)
1 cracher dans;
2 cracher sur : τινι εἰς τὸ πρόσωπον PLUT cracher au visage de qqn.
Étymologie: ἐν, πτύω.
Spanish (DGE)
escupir a o en c. εἰς y ac. ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (los persas), Hdt.1.138, εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25, καλῆς λοπάδος ὄψου παρατεθείσης ... ἐνέπτυσεν εἰς αὐτήν Ath.345c, c. dat. γενομένων τῶν νεοττῶν ὁ ἄρρην ἐμπτύει αὐτοῖς ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr.347, frec. como signo de desprecio, c. εἰς y ac. de pers. o partes de su cuerpo τίς οὐκ ἀπαντῶσα ἔς μευ δικαίως τὸ πρόσωπον ἐμπτύοι; Herod.5.76, cf. PEnteux.79.7 (III a.C.), LXX Nu.12.14, Eu.Matt.26.67, Plu.2.189a, εἰς αὐτόν Eu.Matt.27.30, c. dat. ἐμπτύσουσιν αὐτῷ Eu.Marc.10.34
•en v. pas. νομοθέτην παρὰ τῶν ὑπευθύνων ... ἐμπτυόμενον Hsch.H.Hom.14.11.16, cf. Muson.10 (p.76)
•en v. med. mismo sent. εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ LXX De.25.9.