ἔκτριμμα: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(6_21) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτριμμα''': τό, [[ἕλκωσις]] ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. [[χειρόμακτρον]], Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε. | |lstext='''ἔκτριμμα''': τό, [[ἕλκωσις]] ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. [[χειρόμακτρον]], Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[erosión]], [[llaga]] ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación</i> en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.<i>Fract</i>.29, περὶ ὀσφῦν Hp.<i>Epid</i>.7.7<br /><b class="num">•</b>[[rozadura]] c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.<br /><b class="num">2</b> [[toalla]] ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sore caused by rubbing, excoriation, Hp.Fract.29 (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151. II rubber, towel, Philox.2.41.
German (Pape)
[Seite 783] τό, das Aufgeriebene, Verwundung durch Reiben, Hippocr. – Philox. bei Ath. IX, 409 e ein Tuch zum Abreiben.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτριμμα: τό, ἕλκωσις ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. χειρόμακτρον, Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. erosión, llaga ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.Fract.29, περὶ ὀσφῦν Hp.Epid.7.7
•rozadura c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.
2 toalla ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.