ἐνδύναμος: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_16) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδύναμος''': -ον, [[ἰσχυρός]], δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken. | |lstext='''ἐνδύναμος''': -ον, [[ἰσχυρός]], δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[fuerte]], [[potente]], [[vigoroso]], [[ἀνήρ]] Eust.655.32<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐνδύναμον [[poder]], [[fuerza]], [[vigor]] τοῦ ἥρωος Eust.655.30, cf. 708.33<br /><b class="num">•</b>astrol., [[poderoso]], [[que ejerce influencia sobre otros astros]] [[ἀστήρ]] Heph.Astr.2.19.10, de un planeta ὁ Ἑρμῆς Ps.Ptol.<i>Centil</i>.38<br /><b class="num">•</b>mág. [[poderoso]], [[que tiene poderes mágicos]] ἐνδόκησον ἰσχυρὰν ταύτην (βοτάνην) καὶ ἐνδύναμον καὶ δραστικωτάτην εἶναι Thessal.196.11.<br /><b class="num">2</b> ret. [[intenso]], [[conmovedor]] τὰ μὲν συγγράμματα ... εὑρήσεις ἐνδύναμα ῥήμασιν hallarás sus escritos eficaces por sus palabras</i> Them.<i>Or</i>.34.446<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐνδύναμον [[fuerza]], [[intensidad]] ὅταν ... τὰ πράγματα ... ἢ τὴν τέρψιν ἢ τὸ ἐνδύναμον ἔχωσιν en un discurso, Tz.<i>Ex</i>.122.21L., cf. Steph.<i>in Rh</i>.298.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A mighty, Ps.-Ptol.Centil.38, Them.Or.34p.446Dind. Adv. -ως Gloss.
German (Pape)
[Seite 836] stark, kräftig, Sp. ouch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδύναμος: -ον, ἰσχυρός, δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken.
Spanish (DGE)
-ον
1 fuerte, potente, vigoroso, ἀνήρ Eust.655.32
•subst. τὸ ἐνδύναμον poder, fuerza, vigor τοῦ ἥρωος Eust.655.30, cf. 708.33
•astrol., poderoso, que ejerce influencia sobre otros astros ἀστήρ Heph.Astr.2.19.10, de un planeta ὁ Ἑρμῆς Ps.Ptol.Centil.38
•mág. poderoso, que tiene poderes mágicos ἐνδόκησον ἰσχυρὰν ταύτην (βοτάνην) καὶ ἐνδύναμον καὶ δραστικωτάτην εἶναι Thessal.196.11.
2 ret. intenso, conmovedor τὰ μὲν συγγράμματα ... εὑρήσεις ἐνδύναμα ῥήμασιν hallarás sus escritos eficaces por sus palabras Them.Or.34.446
•subst. τὸ ἐνδύναμον fuerza, intensidad ὅταν ... τὰ πράγματα ... ἢ τὴν τέρψιν ἢ τὸ ἐνδύναμον ἔχωσιν en un discurso, Tz.Ex.122.21L., cf. Steph.in Rh.298.3.