ἐνεότης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(6_12)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεότης''': -ητος, ἡ, τὸ μὴ λαλεῖν, [[ἀφασία]], Ἀριστ. προβλ. 10. 40. 2) [[ἠλιθιότης]], [[μωρία]], τῆς ἐνεότητος τῆς ἐμῆς Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 9, ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἠλιθιότητος.
|lstext='''ἐνεότης''': -ητος, ἡ, τὸ μὴ λαλεῖν, [[ἀφασία]], Ἀριστ. προβλ. 10. 40. 2) [[ἠλιθιότης]], [[μωρία]], τῆς ἐνεότητος τῆς ἐμῆς Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 9, ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἠλιθιότητος.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[mutismo]], [[mudez]] ἡ δ' ἰσχνοφωνία ἐ. ἐστίν; Arist.<i>Pr</i>.895<sup>a</sup>16.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεότης Medium diacritics: ἐνεότης Low diacritics: ενεότης Capitals: ΕΝΕΟΤΗΣ
Transliteration A: eneótēs Transliteration B: eneotēs Transliteration C: eneotis Beta Code: e)neo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A dumbness, Arist.Pr.895a16.    2 stupidity, dub. in Cratin.188.

German (Pape)

[Seite 838] ητος, ἡ, das Stummsein, Arist. probl. 10, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεότης: -ητος, ἡ, τὸ μὴ λαλεῖν, ἀφασία, Ἀριστ. προβλ. 10. 40. 2) ἠλιθιότης, μωρία, τῆς ἐνεότητος τῆς ἐμῆς Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 9, ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἠλιθιότητος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
mutismo, mudez ἡ δ' ἰσχνοφωνία ἐ. ἐστίν; Arist.Pr.895a16.