ἐξανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(Bailly1_2)
(big3_15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ouvrir entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνοίγω]].
|btext=ouvrir entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνοίγω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrir]] τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.<i>Mul</i>.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ [[διάφραγμα]]) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα <i>Gp</i>.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.<i>Perf</i>.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9<br /><b class="num">•</b>fig. [[destapar]], [[poner en acción]] ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo</i> Ar.<i>Ach</i>.391.<br /><b class="num">2</b> en perf. med. [[estar abierto]], [[estar despejado]] οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes</i> Ath.Med. en Orib.9.12.1.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανοίγω Medium diacritics: ἐξανοίγω Low diacritics: εξανοίγω Capitals: ΕΞΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: exanoígō Transliteration B: exanoigō Transliteration C: eksanoigo Beta Code: e)canoi/gw

English (LSJ)

   A lay open, μηχανὰς Σισύφου Ar.Ach.391; διάφραγμα D.S.1.33:—Pass., Str.16.1.10, Ath.Mech.36.9: pf. inf. ἐξανεῷχθαι to be exposed, of high ground, Ath.Med. ap. Orib.9.12.1.

German (Pape)

[Seite 870] (s. ἀνοίγω), ganz eröffnen, Ar. Ach. 391 u. Sp., wie D. Sic. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανοίγω: ἀνοίγω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 391. Διόδ. 1. 33.

French (Bailly abrégé)

ouvrir entièrement.
Étymologie: ἐξ, ἀνοίγω.

Spanish (DGE)

1 abrir τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.Mul.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ διάφραγμα) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα Gp.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.Perf.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9
fig. destapar, poner en acción ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo Ar.Ach.391.
2 en perf. med. estar abierto, estar despejado οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes Ath.Med. en Orib.9.12.1.