καθιδρύω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(Autenrieth) |
(eksahir) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[bid]] to [[sit]] [[down]], Od. 20.257†. | |auten=[[bid]] to [[sit]] [[down]], Od. 20.257†. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[estar establecido]], [[ estar asentado]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 22 August 2017
English (LSJ)
causal of καθέζομαι,
A make to sit down, Ὀδυσῆα καθίδρυε Od.20.257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον will carry thee to the land of the Blest that thou mayst live there, E.Ba.1339:—Pass., sit down, settle, Ar. Av.45; ἐν πόλει, ἐν τῷ ὄρει, Pl.Sph.224d, Th.4.46; κ. ἐς Ἀργώ take one's seat in... Theoc.13.28; to be quartered, of troops, PLond.3.1313.11 (vi A.D.). 2 establish, place, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον (sc. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist.PA665b20; ἐφ' ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν to limit it, D.H.Th.6:—Pass., κ. ἐς τὴν ἑωυτῶν Χώρην to be restored, replaced, Hp.Fract.31, cf. Prorrh.2.19; ἐν αἷς [ἱστορίαις] καθιδρῦσθαι τὴν ἀλήθειαν ὑπολαμβάνομεν D.H.1.1. 3 consecrate, dedicate, aor. 1 Med. καθιδρῡσάμην E.IT1481; -ῠσάμην IG14.882 (Capua): pf. Pass. in act. sense, E.Cyc.318:—Pass., Ποσειδῶνος τοῦ κατιδρυθέντος ὑπὸ . . SIG1020.5 (Halic., i B.C.); τεμένη -ύετο τῷ θεῷ Luc.Cal.17. 4 found, γυμνάσιον LXX 2 Ma. 4.12.
German (Pape)
[Seite 1285] (s. ἱδρύω), sich niedersetzen lassen; Ὀδυσῆα καθίδρυε Od. 20, 257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Eur. Bacch. 1337; aufstellen, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist. part. anim. 3, 4; ansiedeln, ἐν χωρίῳ D. Hal. 3, 43; – pass. sich niederlassen, ansiedeln, ὅπου καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ' ἄν Ar. Av. 45; αὐτοῦ καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. Soph. 224 d; Sp., wie D. Hal. ἐκβιβάσας τὸν λεὼν αὐτοῦ καθιδρύεται 1, 12; καθιδρυνθέντες ἐς Ἀργώ Theocr. 13, 28, sich setzen. – Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen, Eur. I. T. 1481, vgl. Cycl. 317; καθιδρύσατο βωμόν Ep. ad. 166 (App. 143).
Greek (Liddell-Scott)
καθιδρύω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ καθέζομαι, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, Ὀδυσῆα καθίδρυε Ὀδ. Υ. 257· μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Εὐρ. Βάκχ. 1339. - Παθ., ἐγκαθιδρύομαι, κατοικῶ, τόπον ἀπράγμονα ὅποι καθιδρυθέντες διαγενοίμεθ’ ἄν Ἀριστοφ. Ὄρν. 45· καθιδρυμένος ἐν πόλει Πλάτ. Σοφιστ. 224D· κοίλαν δὲ καθιδρυθέντες ἐς Ἀργώ, καθίσαντες, Θεόκρ. 13. 28. 2) θέτω, τοποθετῶ, ἐν τοῖς τιμιωτάτοις τὸ τιμιώτατον (δηλ. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ φύσις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6· περιορίζω, ἐφ’ ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. - Παθ., καθ. ἐς ἑαυτῶν χώραν Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, πρβλ. Προρρ. 102F· ἐν αἷς ἱστορίαις τὴν ἀλήθειαν καθιδρῦσθαι ὑπολαμβάνομεν Διον. Ἁλ. 1. 1. 3) καθιερῶ, ἀφιερώνω, Εὐρ., ὅστις μεταχειρίζεται μέσον ἀόρ. α΄ (Ι. Τ. 1481), καὶ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. (Κύκλ. 318), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 143. - Παθ., Ποσειδεῶνος τοῦ καθιδρυθέντος ὑπό… Συλλ. Ἐπιγρ. 2655. 5. 4) ἱδρύω, κτίζω, ἀνεγείρω, γυμνάσιον Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12).
French (Bailly abrégé)
1 faire asseoir : τινα qqn;
2 fig. asseoir, établir, fixer;
Moy. καθιδρύομαι ériger, dédier, consacrer, acc..
Étymologie: κατά, ἱδρύω.