τρυφερός: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(Bailly1_5)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />délicat, tendre :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i><br /><b>2</b> <i>au mor.</i> mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; <i>adv.</i> • τρυφερόν mollement, faiblement;<br /><i>Cp.</i> τρυφερώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]] ; cf. [[τρυφή]].
|btext=ά, όν :<br />délicat, tendre :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i><br /><b>2</b> <i>au mor.</i> mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; <i>adv.</i> • τρυφερόν mollement, faiblement;<br /><i>Cp.</i> τρυφερώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]] ; cf. [[τρυφή]].
}}
{{eles
|esgtx=[[delicado]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφερός Medium diacritics: τρυφερός Low diacritics: τρυφερός Capitals: ΤΡΥΦΕΡΟΣ
Transliteration A: trypherós Transliteration B: trypheros Transliteration C: tryferos Beta Code: trufero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A delicate, dainty, αὐχήν Batr.66; πλόκαμος E.Ba. 150 (lyr.); χεῖρες, χρώς, σάρξ, AP5.65 (Rufin.), 150 (Mel.), 12.136; of a soft material, BGU1080.19 (iii A. D.); of almonds, Arist.Fr.277; of fish, tender, soft-fleshed, Xenocr. ap. Orib.2.58.5 (Comp.), Sor.2.15 (Comp.); of an infant, Id.1.82: τὸ τ. dainty softness, Ar.Ec.901 (lyr.); Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος, γυίων -ωτάτη ἕδρα Critias 2; ὀθόνια Sor. 1.49; τελαμῶνες ib.83; φύλλα -ώτερα Dsc.2.161:—τρυφερόν, τό, name of a medicine, Gal. 12.757, cf. 844.    II of persons, their life and habits, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar.V.551 (Comp.), etc.; ἡ τ. Ἰωνία Call.Com.5 (anap.); ἡ τ. Αέσβος Antiph.174.5 (lyr.); τ. βίῳ σύνεστιν Men.Kith.Fr.1.9; τ. τρόποι Pl.Com.178: τὸ τ. effeminacy, ἐς τὸ -ώτερον μετέστησαν Th.1.6. Adv., ἀκολάστως καὶ -ρῶς ζην Arist. Pol.1269b23: neut. as Adv., τρυφερόν τι διασαλακώνισον voluptuously, Ar.V.1169; τ. καλέειν call softly, Theoc.20.7, cf. 21.18: Comp. -ώτερον more wantonly, D.C.60.31.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφερός: -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, τρυφερός, ἁπαλός, ἁβρός, αὐχὴν Βατραχομ. 66· πλόκαμος Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, χρώς, σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἡ τρυφερὰ μαλακότης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ ἁβρός, ἁβροδίαιτος, Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ καλλιτράπεζος Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον ὄργανον τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, μετὰ τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
délicat, tendre :
1 au phys.
2 au mor. mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; adv. • τρυφερόν mollement, faiblement;
Cp. τρυφερώτερος.
Étymologie: θρύπτω ; cf. τρυφή.

Spanish

delicado