ῥίζωμα: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(Bailly1_4)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fondement, principe, élément ; souche, race.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />fondement, principe, élément ; souche, race.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]].
}}
{{eles
|esgtx=[[raíz]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίζωμα Medium diacritics: ῥίζωμα Low diacritics: ρίζωμα Capitals: ΡΙΖΩΜΑ
Transliteration A: rhízōma Transliteration B: rhizōma Transliteration C: rizoma Beta Code: r(i/zwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A the mass of roots of a tree, Thphr.CP3.3.4.    II element, τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε Emp.6.1; ἀενάου φύσεως ῥ. Pythag.15.    2 stem, race, A.Th.413; θείων δ' ἀπ' ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, i.e. on the side of both parents, Theodect.3.

German (Pape)

[Seite 843] τό, 1) das Eingewurzelte, Theophr. – 2) = ῥίζα, Wurzel, Stamm, Geschlecht; σπαρτῶν δ' ἀπ' ἀνδρῶν ῥίζωμ' ἀνεῖται, Aesch. Spt. 395; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, Empedocl. 26, die vier Elemente, wie ein anderer Dichter bei Plut. de plac.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίζωμα: τό, (ῥιζόω) τὸ σύνολον τῶν ῥιζῶν δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 3, 4. ΙΙ. ῥιζώματα = στοιχεῖα, τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε Ἐμπεδ. 59, πρβλ. 159· ἀενάου φύσεως ῥ. Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 877Α. 2) ἡ ῥίζα, τὸ γένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 413· θείων δ’ ἀπ’ ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, δηλ. πρός τε πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, ἐκ μέρους ἀμφοτέρων τῶν γονέων, Θεοδέκτης ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fondement, principe, élément ; souche, race.
Étymologie: ῥιζόω.

Spanish

raíz