τεφρόω: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_2)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεφρόω''': [[καίω]] τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς τέφραν, ἀποτεφρῶ, Λυκόφρ. 227· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 534. ― Παθητ., καίομαι καὶ εἰς τέφραν μεταβάλλομαι, Θεοφρ. π. Πυρ. 20, Ἀνθ. Π. 5. 188. ― Καθ’ Ἡσύχ., «τεφρώσας· σποδώσας», ― κατὰ Σουΐδ. «τεφρώσας, ἐμπρήσας, σποδώσας. καὶ [[παροιμία]] ‘μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ’».
|lstext='''τεφρόω''': [[καίω]] τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς τέφραν, ἀποτεφρῶ, Λυκόφρ. 227· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 534. ― Παθητ., καίομαι καὶ εἰς τέφραν μεταβάλλομαι, Θεοφρ. π. Πυρ. 20, Ἀνθ. Π. 5. 188. ― Καθ’ Ἡσύχ., «τεφρώσας· σποδώσας», ― κατὰ Σουΐδ. «τεφρώσας, ἐμπρήσας, σποδώσας. καὶ [[παροιμία]] ‘μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ’».
}}
{{StrongGR
|strgr=from tephra ([[ashes]]); to incinerate, i.e. [[consume]]: [[turn]] to [[ashes]].
}}
}}

Revision as of 17:42, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεφρόω Medium diacritics: τεφρόω Low diacritics: τεφρόω Capitals: ΤΕΦΡΟΩ
Transliteration A: tephróō Transliteration B: tephroō Transliteration C: tefroo Beta Code: tefro/w

English (LSJ)

   A burn to ashes, Lyc.227; πόλεις 2 Ep.Pet.2.6:—Med., Nic.Al.534:—Pass., to be burnt to ashes, Thphr. Ign.20, AP5.187 (Leon.); to be covered with ashes, D.C.66.21.

German (Pape)

[Seite 1102] aschgrau machen, zu Asche machen, einäschern; Nic. Al. 534; Lycophr. 227; D. C. 66, 21; vgl. B. A. 65.

Greek (Liddell-Scott)

τεφρόω: καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς τέφραν, ἀποτεφρῶ, Λυκόφρ. 227· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 534. ― Παθητ., καίομαι καὶ εἰς τέφραν μεταβάλλομαι, Θεοφρ. π. Πυρ. 20, Ἀνθ. Π. 5. 188. ― Καθ’ Ἡσύχ., «τεφρώσας· σποδώσας», ― κατὰ Σουΐδ. «τεφρώσας, ἐμπρήσας, σποδώσας. καὶ παροιμία ‘μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ’».

English (Strong)

from tephra (ashes); to incinerate, i.e. consume: turn to ashes.