ψευδάγχουσα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_9)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδάγχουσα''': ἡ, [[ψευδὴς]] [[ἄγχουσα]] Plin. Ν. Η. 22. 20.
|lstext='''ψευδάγχουσα''': ἡ, [[ψευδὴς]] [[ἄγχουσα]] Plin. Ν. Η. 22. 20.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ψευδής]] αγχουσίνη, ερυθρή [[χρωστική]] [[βαφή]] η οποία βρίσκεται [[κυρίως]] στις ρίζες της αλκάννας, φυτού γνωστού [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] Αlkanna tinctoria.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγχουσα]] «[[είδος]] φυτού»].
}}
}}

Revision as of 06:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδάγχουσα Medium diacritics: ψευδάγχουσα Low diacritics: ψευδάγχουσα Capitals: ΨΕΥΔΑΓΧΟΥΣΑ
Transliteration A: pseudánchousa Transliteration B: pseudanchousa Transliteration C: psevdagchousa Beta Code: yeuda/gxousa

English (LSJ)

ἡ,

   A bastard ἄγχουσα, Plin.HN22.50.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die falsche ἄγχουσα, Plin. H. N. 22, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάγχουσα: ἡ, ψευδὴς ἄγχουσα Plin. Ν. Η. 22. 20.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ψευδής αγχουσίνη, ερυθρή χρωστική βαφή η οποία βρίσκεται κυρίως στις ρίζες της αλκάννας, φυτού γνωστού σήμερα με την επιστημονική ονομασία Αlkanna tinctoria.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἄγχουσα «είδος φυτού»].