χρυσόξυλο: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(47c) |
(No difference)
|
(47c) |
(No difference)
|
το / χρυσόξυλον, ΝΑ
νεοελλ.
κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ράμνος και ρους
αρχ.
το φυτό θάψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ξύλον (πρβλ. ἐριό-ξυλον)].