χρυσόξυλο: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(47c)
(No difference)

Revision as of 06:14, 29 September 2017

Greek Monolingual

το / χρυσόξυλον, ΝΑ
νεοελλ.
κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ράμνος και ρους
αρχ.
το φυτό θάψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ξύλον (πρβλ. ἐριό-ξυλον)].