χωνευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(c1)
 
(47c)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χωνευτικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[χωνεύω]] / [[χωνευτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευκολύνει τη [[λειτουργία]] της πέψης («χωνευτικό [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που χωνεύεται εύκολα, [[εύπεπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χώνευση]] τών μετάλλων, στη [[χύτευση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1386] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωνευτικός, -ή, -όν, ΝΜ χωνεύω / χωνευτός
νεοελλ.
1. αυτός που διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης («χωνευτικό νερό»)
2. αυτός που χωνεύεται εύκολα, εύπεπτος
μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνευση τών μετάλλων, στη χύτευση.