ψηφοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apporte son vote.<br />'''Étymologie:''' [[ψῆφος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui apporte son vote.<br />'''Étymologie:''' [[ψῆφος]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ψηφοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ψηφηφόρος]] Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πολίτης]] που έχει και ασκεί το [[δικαίωμα]] ψήφου, [[εκλογέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις [[ἐκκλησία]] κατ' ἄνδρα [[ψηφοφόρος]] ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοφόρος Medium diacritics: ψηφοφόρος Low diacritics: ψηφοφόρος Capitals: ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: psēphophóros Transliteration B: psēphophoros Transliteration C: psifoforos Beta Code: yhfo/foros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A voting, ἐκκλησία D.H.7.59; = suffragator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1398] seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοφόρος: -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte son vote.
Étymologie: ψῆφος, φέρω.

Greek Monolingual

ο, η / ψηφοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α
(για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας
αρχ.
(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ' ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -φόρος].