χρυσόδετος: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />attaché <i>ou</i> fixé avec de l’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δέω]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />attaché <i>ou</i> fixé avec de l’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσόδετος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> δεμένος με χρυσό<br /><b>2.</b> στολισμένος με χρυσό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά)<br /><b>1.</b> (για [[βιβλίο]]) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια<br /><b>2.</b> (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο [[διαμάντι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δετός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δεω</i> «[[δένω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>δετος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον Alc.33: (δέω(A)):—
A bound with gold, set in gold, σφρηγίς Hdt.3.41. 2 overlaid or enriched with gold, ἐλεφαντίναν λάβαν τῷ ξίφεος χρυσοδέταν Alc. l.c.; χ. κέρας, of a lyre, S.Fr. 244 (lyr.); χ. ἕρκεσι γυναικῶν, of the golden necklace with which Eriphyle was bribed, Id.El.838 (lyr.); περόναι χ. E.Ph.805(lyr.): metaph., χ. σώματος ἀλκήν in golden armour, Id.Rh.382 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1380] mit Gold verbunden, in Gold gefaßt, Her. 3, 41; mit Gold belegt, Soph. El. 837; übh. golden, περόναι, Eur. Phoen. 812; Agath. 27 (VI, 74).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόδετος: -ον, καὶ η, ον, Ἀλκαῖ. 33· (δέω)· - δεδεμένος διὰ χρυσοῦ, ἐντεθειμένος εἰς χρυσόν, σφραγὶς Ἡρόδ. 3. 41· - ἐπίχρυσος, διὰ χρυσοῦ πλουσίως κεκοσμημένος, ἐλεφαντίναν λαβὰν τῶ ξίφεος χρυσοδέταν Ἀλκαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χρ. κέρας, ἐπὶ λύρας, Σοφ. Ἀποσπ. 232· χρυσοδέτοις ἕρκεσι γυναικῶν, περὶ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου, ὃν ἐδέξατο ἡ Ἐριφύλη ἐπὶ τῷ ὀλέθρῳ τοῦ ἑαυτῆς ἀνδρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 837· περόναι χρ. Εὐρ. Φοίν. 805· μεταφορ., χρ. σώματος ἀλκήν, μετὰ χρυσοῦ ὁπλισμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 383.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
attaché ou fixé avec de l’or.
Étymologie: χρυσός, δέω.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσόδετος, -ον, ΝΜΑ
1. δεμένος με χρυσό
2. στολισμένος με χρυσό
νεοελλ.
(ειδικά)
1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια
2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -δετος (< δετός < δεω «δένω»), πρβλ. χαλκό-δετος].