χταπόδι: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(47c) |
(No difference)
|
Revision as of 06:17, 29 September 2017
Greek Monolingual
και οχταπόδι, το Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία της τάξης κεφαλόποδων μαλακίων οκτώποδα, καθώς και του γένους οκτώπους
2. φρ. «θα σέ χτυπήσω [ή θα σέ κοπανίσω] σαν χταπόδι»
i) θα σέ δείρω πολύ άσχημα
ii) μτφ. θα σού επιτεθώ πολύ σκληρά, θα σού κάνω έντονη πολεμική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ-κταπόδι-ον, υποκορ. του ὀκτάπους, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω) και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].