αδικαιολόγητος: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδικαιολόγητος, -ον) δικαιολογῶ
αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει κανείς
2. ο ασυγχώρητος.