αλιτόξενος: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιτόξενος]], -ον (Α)<br />αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλιτο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἤλιτον</i>, αόρ. β΄ του ρήμ. [[ἀλιταίνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]].
|mltxt=[[ἀλιτόξενος]], -ον (Α)<br />αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλιτο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἤλιτον</i>, αόρ. β΄ του ρήμ. [[ἀλιταίνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλιτόξενος, -ον (Α)
αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ του ρήμ. ἀλιταίνω) + ξένος.