ἀμύντης: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amyntis | |Transliteration C=amyntis | ||
|Beta Code=a)mu/nths | |Beta Code=a)mu/nths | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[defender]], Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμύντης]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], ο [[υπερασπιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηραμύντης]] «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», [[επίθετο]] που αποδόθηκε στον Ηρακλή]. | |mltxt=[[ἀμύντης]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], ο [[υπερασπιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηραμύντης]] «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», [[επίθετο]] που αποδόθηκε στον Ηρακλή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, defender, Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78.
Greek Monolingual
ἀμύντης, ο (ΑΜ)
αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή].