δίπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diptotos
|Transliteration C=diptotos
|Beta Code=di/ptwtos
|Beta Code=di/ptwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having one form for two cases</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span> 91.7</span>.</span>
|Definition=δίπτωτον, [[having one form for two cases]], A.D.''Pron.'' 91.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gram. [[que tiene dos casos o terminaciones]] op. [[οὐκέτι ἐγκλινόμενος]] A.D.<i>Pron</i>.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. [[μονόπτωτος]] ‘[[invariable]]’ Sch.D.T.231.8, cf. <i>EM</i> 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.<i>Inst</i>.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.<i>Etym</i>.1.7.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0642.png Seite 642]] mit zwei Casusendungen, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0642.png Seite 642]] mit zwei Casusendungen, Gramm.
}}
{{elru
|elrutext='''δίπτωτος:''' грам. имеющий два падежных окончания.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
|lstext='''δίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gram. [[que tiene dos casos o terminaciones]] op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.<i>Pron</i>.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. <i>EM</i> 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.<i>Inst</i>.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.<i>Etym</i>.1.7.33.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίπτωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις<br /><b>2.</b> (για [[ρήμα]]) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, [[ἀκούω]] τινός τι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμετάπτωτος]], [[άπτωτος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίπτωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις<br /><b>2.</b> (για [[ρήμα]]) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, [[ἀκούω]] τινός τι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] ([[πρβλ]]. [[αμετάπτωτος]], [[άπτωτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπτωτος Medium diacritics: δίπτωτος Low diacritics: δίπτωτος Capitals: ΔΙΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: díptōtos Transliteration B: diptōtos Transliteration C: diptotos Beta Code: di/ptwtos

English (LSJ)

δίπτωτον, having one form for two cases, A.D.Pron. 91.7.

Spanish (DGE)

-ον
gram. que tiene dos casos o terminaciones op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.Pron.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτοςinvariable’ Sch.D.T.231.8, cf. EM 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.Inst.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.Etym.1.7.33.

German (Pape)

[Seite 642] mit zwei Casusendungen, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

δίπτωτος: грам. имеющий два падежных окончания.

Greek (Liddell-Scott)

δίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίπτωτος, -ον)
1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις
2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος, άπτωτος)].