διώξιμο: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[εκδίωξη]], [[αποπομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. του μέλλοντα <i>διώξω</i> (του ρ. [[διώκω]]) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ιμο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γράφω]]-<i>γράψω</i>-[[γράψιμο]])].
|mltxt=το<br />[[εκδίωξη]], [[αποπομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. του μέλλοντα <i>διώξω</i> (του ρ. [[διώκω]]) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[γράφω]]-<i>γράψω</i>-[[γράψιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
εκδίωξη, αποπομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. του μέλλοντα διώξω (του ρ. διώκω) + (κατάλ.) -ιμο (πρβλ. γράφω-γράψω-γράψιμο)].