εισαγωγέας: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
(10)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εισαγωγεύς, ο (Α [[εἰσαγωγεύς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έμπορος]] που φέρνει εμπορεύματα από το εξωτερικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[εισηγητής]] δικαστικών υποθέσεων στην [[Ηλιαία]] και άλλα δικαστήρια<br /><b>2.</b> ο [[επιμελητής]] τών ασκήσεων τών χορών τών νέων<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> στη Σάμο οι υπεύθυνοι για την [[εισαγωγή]] σιταριού για λογαριασμό της πολιτείας<br /><b>4.</b> [[σωλήνας]], [[υδραγωγείο]].
|mltxt=[[εισαγωγέας]] και [[εισαγωγεύς]], ο (Α [[εἰσαγωγεύς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έμπορος]] που φέρνει εμπορεύματα από το εξωτερικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[εισηγητής]] δικαστικών υποθέσεων στην [[Ηλιαία]] και άλλα δικαστήρια<br /><b>2.</b> ο [[επιμελητής]] τών ασκήσεων τών χορών τών νέων<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> στη Σάμο οι υπεύθυνοι για την [[εισαγωγή]] σιταριού για λογαριασμό της πολιτείας<br /><b>4.</b> [[σωλήνας]], [[υδραγωγείο]].
}}
{{trml
|trtx====[[importer]]===
Albanian: importues; Arabic: مُسْتَوْرِد‎, مُسْتَوْرِدَة‎; Armenian: ներմուծող; Azerbaijani: idxalçı; Belarusian: імпарцёр; Bulgarian: вносител; Chinese Cantonese: 進口商/进口商; Mandarin: 進口商/进口商; Czech: dovozce, importér; Danish: importør; Dutch: [[importeur]]; Estonian: importija; Finnish: maahantuoja; French: [[importateur]], [[importatrice]]; Georgian: იმპორტიორი; German: [[Importeur]]; Greek: [[εισαγωγέας]];  Ancient Greek: [[εἰσαγωγεύς]], [[εἰσάγων]], [[εἰσαγαγών]]; Hindi: आयातक, आयातकर्ता, इम्पॉर्टर; Hungarian: importőr; Icelandic: innflytjandi; Irish: allmhaireoir, iompórtálaí; Italian: [[importatore]], [[importatrice]]; Japanese: 輸入業者; Kazakh: импорттаушы; Khmer: អាហារិន, ឈ្មួញនាំចូល; Korean: 수입업자(輸入業者), 수입사(輸入社); Kyrgyz: импортёр; Lao: ຜູ້​ນໍາ​ເຂົ້າ; Latvian: importētājs; Lithuanian: importuotojas; Macedonian: увозник; Manx: kionneyder stiagh; Mongolian Cyrillic: импортлогч; Norwegian Bokmål: importør; Nynorsk: importør; Persian: وارِدکُنَندِه‎; Polish: importer; Portuguese: [[importador]], [[importadora]]; Romanian: importator; Russian: [[импортёр]]; Serbo-Croatian Cyrillic: увознӣк; Roman: úvoznīk; Slovak: dovozca, importér; Slovene: uvoznik; Spanish: [[importador]]; Swedish: importör; Tagalog: tagaangkat; Tajik: импортёр, воридкунанда; Tatar: импортчы; Thai: ผู้นำเข้า; Turkish: ithalatçı; Turkmen: importçy; Ukrainian: імпортер; Urdu: اِمْپوْرٹَر‎; Uyghur: ئىمپورتچى‎, ئىمپورتېر‎; Uzbek: importyor, importchi; Vietnamese: người nhập khẩu, cơ quan nhập khẩu, nước nhập khẩu
}}
}}

Latest revision as of 08:59, 25 September 2023

Greek Monolingual

εισαγωγέας και εισαγωγεύς, ο (Α εἰσαγωγεύς)
νεοελλ.
έμπορος που φέρνει εμπορεύματα από το εξωτερικό
αρχ.
1. ο εισηγητής δικαστικών υποθέσεων στην Ηλιαία και άλλα δικαστήρια
2. ο επιμελητής τών ασκήσεων τών χορών τών νέων
3. στον πληθ. στη Σάμο οι υπεύθυνοι για την εισαγωγή σιταριού για λογαριασμό της πολιτείας
4. σωλήνας, υδραγωγείο.

Translations

importer

Albanian: importues; Arabic: مُسْتَوْرِد‎, مُسْتَوْرِدَة‎; Armenian: ներմուծող; Azerbaijani: idxalçı; Belarusian: імпарцёр; Bulgarian: вносител; Chinese Cantonese: 進口商/进口商; Mandarin: 進口商/进口商; Czech: dovozce, importér; Danish: importør; Dutch: importeur; Estonian: importija; Finnish: maahantuoja; French: importateur, importatrice; Georgian: იმპორტიორი; German: Importeur; Greek: εισαγωγέας; Ancient Greek: εἰσαγωγεύς, εἰσάγων, εἰσαγαγών; Hindi: आयातक, आयातकर्ता, इम्पॉर्टर; Hungarian: importőr; Icelandic: innflytjandi; Irish: allmhaireoir, iompórtálaí; Italian: importatore, importatrice; Japanese: 輸入業者; Kazakh: импорттаушы; Khmer: អាហារិន, ឈ្មួញនាំចូល; Korean: 수입업자(輸入業者), 수입사(輸入社); Kyrgyz: импортёр; Lao: ຜູ້​ນໍາ​ເຂົ້າ; Latvian: importētājs; Lithuanian: importuotojas; Macedonian: увозник; Manx: kionneyder stiagh; Mongolian Cyrillic: импортлогч; Norwegian Bokmål: importør; Nynorsk: importør; Persian: وارِدکُنَندِه‎; Polish: importer; Portuguese: importador, importadora; Romanian: importator; Russian: импортёр; Serbo-Croatian Cyrillic: увознӣк; Roman: úvoznīk; Slovak: dovozca, importér; Slovene: uvoznik; Spanish: importador; Swedish: importör; Tagalog: tagaangkat; Tajik: импортёр, воридкунанда; Tatar: импортчы; Thai: ผู้นำเข้า; Turkish: ithalatçı; Turkmen: importçy; Ukrainian: імпортер; Urdu: اِمْپوْرٹَر‎; Uyghur: ئىمپورتچى‎, ئىمپورتېر‎; Uzbek: importyor, importchi; Vietnamese: người nhập khẩu, cơ quan nhập khẩu, nước nhập khẩu