ψυχαναγκασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[εισβολή]], στη [[σκέψη]], ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο [[άτομο]] ως νοσηρό [[φαινόμενο]] σε [[ασυμφωνία]] με το ενσυνείδητο εγώ του, [[μολονότι]] εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει [[παρά]] τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[αναγκάζω]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>compulsion</i> και <i>obsession</i>].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[εισβολή]], στη [[σκέψη]], ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο [[άτομο]] ως νοσηρό [[φαινόμενο]] σε [[ασυμφωνία]] με το ενσυνείδητο εγώ του, [[μολονότι]] εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει [[παρά]] τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[αναγκάζω]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>compulsion</i> και <i>obsession</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. εισβολή, στη σκέψη, ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο άτομο ως νοσηρό φαινόμενο σε ασυμφωνία με το ενσυνείδητο εγώ του, μολονότι εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναγκάζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compulsion και obsession].