ψυχολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[επιστήμονας]] ειδικευμένος στην [[ψυχολογία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] να ψυχολογεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>psychologiste</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
|mltxt=ο, η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[επιστήμονας]] ειδικευμένος στην [[ψυχολογία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] να ψυχολογεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>psychologiste</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, η, Ν
1. (ψυχολ.) επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχολογία
2. (γενικά) άτομο που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologiste (< ψυχή + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].