ὠκιμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(47c)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okimoeidis
|Transliteration C=okimoeidis
|Beta Code=w)kimoeidh/s
|Beta Code=w)kimoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like</b> <b class="b3">ὤκιμον</b>, neut. as Adv., ὠκιμοειδὲς ὄδωδε <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>280</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠκιμοειδές, τό,</b> <b class="b2">catchfly, Silene gallica</b>, Dsc.4.28, Gal.12.158. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[χαμαιλέων μέλας]], Dsc.3.9. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[κλινοπόδιον]], ib.95. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> = [[ἔρινος]], <b class="b2">Campanula Erinos, small rampion</b>, Ps.-Dsc.4.141.</span>
|Definition=ὠκιμοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like basil]] ([[ὤκιμον]]), neut. as adverb, ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280.<br><span class="bld">II</span> [[ὠκιμοειδές]], τό, [[catchfly]], [[Silene gallica]], Dsc.4.28, Gal.12.158.<br><span class="bld">2</span> = [[χαμαιλέων μέλας]], Dsc.3.9.<br><span class="bld">3</span> = [[κλινοπόδιον]], ib.95.<br><span class="bld">4</span> = [[ἔρινος]], [[Campanula erinos]], [[small rampion]], Ps.-Dsc.4.141.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με το [[φυτό]] ώκιμο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκιμοειδές</i><br />α) αρχαία [[ονομασία]] φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο [[γένος]] [[σαπωναρία]] ή στο [[γένος]] [[σιληνή]], η [[προβαταία]]<br />β) [[είδος]] του φυτού [[χαμαιλέων]]<br />γ) το [[φυτό]] [[κλινοπόδιο]]<br />δ) το [[φυτό]] [[έρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὤκιμον]] «[[βασιλικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με το [[φυτό]] ώκιμο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκιμοειδές</i><br />α) αρχαία [[ονομασία]] φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο [[γένος]] [[σαπωναρία]] ή στο [[γένος]] [[σιληνή]], η [[προβαταία]]<br />β) [[είδος]] του φυτού [[χαμαιλέων]]<br />γ) το [[φυτό]] [[κλινοπόδιο]]<br />δ) το [[φυτό]] [[έρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὤκιμον]] «[[βασιλικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>dem [[ὤκιμον]] [[ähnlich]], von der Art [[desselben]]</i>, Nic. <i>Al</i>. 280; τὸ ὠκιμ., <i>eine [[Pflanze]]</i>, Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 17:18, 25 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῐμοειδής Medium diacritics: ὠκιμοειδής Low diacritics: ωκιμοειδής Capitals: ΩΚΙΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōkimoeidḗs Transliteration B: ōkimoeidēs Transliteration C: okimoeidis Beta Code: w)kimoeidh/s

English (LSJ)

ὠκιμοειδές,
A like basil (ὤκιμον), neut. as adverb, ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280.
II ὠκιμοειδές, τό, catchfly, Silene gallica, Dsc.4.28, Gal.12.158.
2 = χαμαιλέων μέλας, Dsc.3.9.
3 = κλινοπόδιον, ib.95.
4 = ἔρινος, Campanula erinos, small rampion, Ps.-Dsc.4.141.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκιμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὤκιμον, ὠκ. ὄδωδε Νικ. Ἀλεξιφ. 280. ΙΙ. ὠκιμοειδές, τό, φυτόν τι, Saponaria ocimoides ἢ Silene Gallica, Διοσκ. 4.28.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. όμοιος με το φυτό ώκιμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές
α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία
β) είδος του φυτού χαμαιλέων
γ) το φυτό κλινοπόδιο
δ) το φυτό έρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὤκιμον «βασιλικός» + -ειδής].

German (Pape)

ές, dem ὤκιμον ähnlich, von der Art desselben, Nic. Al. 280; τὸ ὠκιμ., eine Pflanze, Diosc.