ψύχωση: Difference between revisions
From LSJ
τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
(47c) |
m (Text replacement - "νοῡς " to "νοῦς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ψύχωσις]], -ώσεως, ΝΑ [[ψυχῶ</i>/ -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> μία από τις σοβαρότερες ψυχικές νόσους, με κύρια συμπτώματα τη [[δημιουργία]] παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και την [[πρόκληση]] σοβαρών ανεπαρκειών κρίσης και αντίληψης, [[ανεπάρκεια]] στη [[λειτουργία]] της νόησης και [[ανικανότητα]] αντικειμενικής εκτίμησης της πραγματικότητας<br /><b>2.</b> έντονη ψυχική [[κλίση]] («έχει [[ψύχωση]] με τα αστυνομικά μυθιστορήματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μανιοκαταθλιπτική [[ψύχωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[πάθηση]] με διαλείπουσα ή κυκλική [[εξέλιξη]], που χαρακτηρίζεται από την [[επέλευση]], [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής του ασθενούς, διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμψύχωση]], [[αναζωογόνηση]]<br /><b>2.</b> η ζωική [[αρχή]] («πάντων [[πατήρ]], | |mltxt=η / [[ψύχωσις]], -ώσεως, ΝΑ [[ψυχῶ</i>/ -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> μία από τις σοβαρότερες ψυχικές νόσους, με κύρια συμπτώματα τη [[δημιουργία]] παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και την [[πρόκληση]] σοβαρών ανεπαρκειών κρίσης και αντίληψης, [[ανεπάρκεια]] στη [[λειτουργία]] της νόησης και [[ανικανότητα]] αντικειμενικής εκτίμησης της πραγματικότητας<br /><b>2.</b> έντονη ψυχική [[κλίση]] («έχει [[ψύχωση]] με τα αστυνομικά μυθιστορήματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μανιοκαταθλιπτική [[ψύχωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[πάθηση]] με διαλείπουσα ή κυκλική [[εξέλιξη]], που χαρακτηρίζεται από την [[επέλευση]], [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής του ασθενούς, διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμψύχωση]], [[αναζωογόνηση]]<br /><b>2.</b> η ζωική [[αρχή]] («πάντων [[πατήρ]], νοῦς καὶ [[ψύχωσις]]», Πυθαγ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 27 March 2021
Greek Monolingual
η / ψύχωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ψυχῶ/ -ώνω]]
νεοελλ.
1. ιατρ. μία από τις σοβαρότερες ψυχικές νόσους, με κύρια συμπτώματα τη δημιουργία παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και την πρόκληση σοβαρών ανεπαρκειών κρίσης και αντίληψης, ανεπάρκεια στη λειτουργία της νόησης και ανικανότητα αντικειμενικής εκτίμησης της πραγματικότητας
2. έντονη ψυχική κλίση («έχει ψύχωση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα»)
3. φρ. «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»
ιατρ. πάθηση με διαλείπουσα ή κυκλική εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την επέλευση, κατά τη διάρκεια της ζωής του ασθενούς, διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψης
αρχ.
1. εμψύχωση, αναζωογόνηση
2. η ζωική αρχή («πάντων πατήρ, νοῦς καὶ ψύχωσις», Πυθαγ.).