άγια: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(1)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα (πληθ. ουδ. του επιθ. [[άγιος]] ως ουσ.)<br /><b>1.</b> τα τίμια δώρα της θείας λειτουργίας, δηλ. ο [[αγιασμένος]] [[άρτος]] και ο [[οίνος]], [[ιδίως]] [[κατά]] τη [[στιγμή]] που παρουσιάζονται στους πιστούς από τον ιερέα<br /><b>2.</b> [[κόλλυβα]] σε [[μνήμη]] αγίου [[υπέρ]] υγείας τών εορταζόντων, σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα <i>πεθαμένα</i>, που γίνονται για μνημόσυνα [[νεκρών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σηκώνουν (ή βγαίνουν) τα [[άγια]]», γίνεται η [[μεγάλη]] [[είσοδος]]<br />λέγεται όταν ο [[ιερέας]], υψώνοντας τα τίμια δώρα, βγαίνει από την αριστερή είσοδο του Αγίου Βήματος, διασχίζει τη βόρεια [[πλευρά]] και το [[κέντρο]] του ναού και, μπαίνοντας [[πάλι]] στο [[ιερό]] από την Ωραία Πύλη, τά αποθέτει στην Αγία Τράπεζα<br />«τὰ ἅγια τοῑς ἁγίοις», [[λειτουργική]] [[φράση]] που εκφωνείται μελωδικά από τους ιερείς [[πριν]] από το Κοινωνικό.
|mltxt=τα (πληθ. ουδ. του επιθ. [[άγιος]] ως ουσ.)<br /><b>1.</b> τα τίμια δώρα της θείας λειτουργίας, δηλ. ο [[αγιασμένος]] [[άρτος]] και ο [[οίνος]], [[ιδίως]] [[κατά]] τη [[στιγμή]] που παρουσιάζονται στους πιστούς από τον ιερέα<br /><b>2.</b> [[κόλλυβα]] σε [[μνήμη]] αγίου [[υπέρ]] υγείας τών εορταζόντων, σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα <i>πεθαμένα</i>, που γίνονται για μνημόσυνα [[νεκρών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σηκώνουν (ή βγαίνουν) τα [[άγια]]», γίνεται η [[μεγάλη]] [[είσοδος]]<br />λέγεται όταν ο [[ιερέας]], υψώνοντας τα τίμια δώρα, βγαίνει από την αριστερή είσοδο του Αγίου Βήματος, διασχίζει τη βόρεια [[πλευρά]] και το [[κέντρο]] του ναού και, μπαίνοντας [[πάλι]] στο [[ιερό]] από την Ωραία Πύλη, τά αποθέτει στην Αγία Τράπεζα<br />«τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», [[λειτουργική]] [[φράση]] που εκφωνείται μελωδικά από τους ιερείς [[πριν]] από το Κοινωνικό.
}}
}}

Latest revision as of 18:03, 25 March 2021

Greek Monolingual

τα (πληθ. ουδ. του επιθ. άγιος ως ουσ.)
1. τα τίμια δώρα της θείας λειτουργίας, δηλ. ο αγιασμένος άρτος και ο οίνος, ιδίως κατά τη στιγμή που παρουσιάζονται στους πιστούς από τον ιερέα
2. κόλλυβα σε μνήμη αγίου υπέρ υγείας τών εορταζόντων, σε αντίθεση προς τα πεθαμένα, που γίνονται για μνημόσυνα νεκρών
3. φρ. «σηκώνουν (ή βγαίνουν) τα άγια», γίνεται η μεγάλη είσοδος
λέγεται όταν ο ιερέας, υψώνοντας τα τίμια δώρα, βγαίνει από την αριστερή είσοδο του Αγίου Βήματος, διασχίζει τη βόρεια πλευρά και το κέντρο του ναού και, μπαίνοντας πάλι στο ιερό από την Ωραία Πύλη, τά αποθέτει στην Αγία Τράπεζα
«τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», λειτουργική φράση που εκφωνείται μελωδικά από τους ιερείς πριν από το Κοινωνικό.