αγρότης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(1)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[ἀγρότης]]) (θηλ. Α -ις, Ν -ισσα)<br />αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, [[χωρικός]], [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγροτιά]], [[αγροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγροτοπατέρας]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀγρότης]], ο (Α) (θηλ. -τις) [[ἄγρα]]<br />[[κυνηγός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[ἀγρότης]]) (θηλ. Α [[ἀγρότις]], Ν [[ἀγρότισσα]])<br />αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, [[χωρικός]], [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγροτιά]], [[αγροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγροτοπατέρας]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀγρότης]], ο (Α) (θηλ. -τις) [[ἄγρα]]<br />[[κυνηγός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 29 January 2023

Greek Monolingual

(I)
ο (Α ἀγρότης) (θηλ. Α ἀγρότις, Ν ἀγρότισσα)
αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός.
ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός.
ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας].
(II)
ἀγρότης, ο (Α) (θηλ. -τις) ἄγρα
κυνηγός.