ένθεος: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[ένθους]], -ουν (AM [[ἔνθεος]], -ον και [[ἔνθους]], -ουν)<br />αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό [[μέσα]] του, [[θεόληπτος]], [[θεόπνευστος]], εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συνήθ. το συνηρ. [[ένθους]])<br />[[ενθουσιώδης]], ενθουσιασμένος, [[γεμάτος]] ενθουσιασμό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άγιος]], [[ιερός]], [[θείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]]) ο εμπνευσμένος από [[θεία]] [[δύναμη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθέως</i><br />με τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με [[θεία]] [[δύναμη]] ή [[έμπνευση]], με ενθουσιασμό.
|mltxt=-η, -ο και [[ένθους]], -ουν (AM [[ἔνθεος]], -ον και [[ἔνθους]], -ουν)<br />αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό [[μέσα]] του, [[θεόληπτος]], [[θεόπνευστος]], εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῖκας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συνήθ. το συνηρ. [[ένθους]])<br />[[ενθουσιώδης]], ενθουσιασμένος, [[γεμάτος]] ενθουσιασμό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άγιος]], [[ιερός]], [[θείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]]) ο εμπνευσμένος από [[θεία]] [[δύναμη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθέως</i><br />με τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με [[θεία]] [[δύναμη]] ή [[έμπνευση]], με ενθουσιασμό.
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

-η, -ο και ένθους, -ουν (AM ἔνθεος, -ον και ἔνθους, -ουν)
αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῖκας», Σοφ.)
νεοελλ.
(συνήθ. το συνηρ. ένθους)
ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενθουσιασμό
αρχ.-μσν.
άγιος, ιερός, θείος
αρχ.
(για έργο) ο εμπνευσμένος από θεία δύναμη.
επίρρ...
ενθέως
με τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με θεία δύναμη ή έμπνευση, με ενθουσιασμό.